Unregelmäßige Verben Flashcards

1
Q

Stammformreihe ἀκούω (hören)

A

ἀκούω
ἀκούσω/ἀκούσομαι,
ἤκουσα,
ἀκήκοα,
–,
ἠκούσθην

How well did you know this?
1
Not at all
2
3
4
5
Perfectly
2
Q

Stammformreihe γινώσκω (erkennen)

A

γινώσκω
γνώσομαι,
ἔγνων,
ἔγνωκα,
ἔγνωσμαι,
ἐγνώσθην

How well did you know this?
1
Not at all
2
3
4
5
Perfectly
3
Q

Stammformreihe ἔχω (haben, halten)

A

ἔχω (Ipf. εἶχον)
ἕξω,
ἔσχον (Inf. σχεῖν, Imp. σχές),
ἔσχηκα
-
-

How well did you know this?
1
Not at all
2
3
4
5
Perfectly
4
Q

Stammformreihe θέλω (wollen)

A

θέλω
θελήσω,
ἠθέλησα
-
-
-

How well did you know this?
1
Not at all
2
3
4
5
Perfectly
5
Q

Stammformreihe λέγω (sagen)

A

λέγω
ἐρῶ,
εἶπον (Imp. εἰπέ),
εἴρηκα,
εἴρημαι,
ἐρρέθην
(Inf. ῥηθῆναι; Ptz. ῥηθείς)

How well did you know this?
1
Not at all
2
3
4
5
Perfectly
6
Q

Stammformreihe εἰμί
(Das ist nicht die SFR…)

A

εἰμί
εἶ
ἐστί(ν)
ἐσμέν
ἐστέ
εἰσί(ν)

How well did you know this?
1
Not at all
2
3
4
5
Perfectly
7
Q

Stammformreihe γράφω (schreiben)

A

γράφω,
γράψω,
ἔγραψα,
γέγραφα,
γέγραμμαι,
ἐγράφην

How well did you know this?
1
Not at all
2
3
4
5
Perfectly
8
Q

Stammformreihe διδάσκω (lehren)

A

διδάσκω,
διδάξω,
ἐδίδαξα,
–,
–,
ἐδιδάχθην

How well did you know this?
1
Not at all
2
3
4
5
Perfectly
9
Q

Stammformreihe λαμβάνω (nehmen, empfangen)

A

λαμβάνω,
λήμψομαι,
ἔλαβον,
εἴληφα,
εἴλημμαι,
ἐλήμφθην

How well did you know this?
1
Not at all
2
3
4
5
Perfectly
10
Q

Stammformreihe δίδωμι (geben, schenken)

A

δίδωμι,
δώσω,
ἔδωκα,
δέδωκα,
δέδομαι,
ἐδόθην

How well did you know this?
1
Not at all
2
3
4
5
Perfectly
11
Q

Stammformreihe κηρύσσω (verkündigen)

A

κηρύσσω,
κηρύξω,
ἐκήρυξα,
–,
–,
ἐκηρύχθην

How well did you know this?
1
Not at all
2
3
4
5
Perfectly
12
Q

Stammformreihe κρίνω (richten, entscheiden)

A

κρίνω,
κρῐνῶ,
ἔκρῑνα,
κέκρῐκα,
κέκρῐμαι,
ἐκρῐ́θην

How well did you know this?
1
Not at all
2
3
4
5
Perfectly
13
Q

Stammformreihe μέλλω (im Begriff stehen)

A

μέλλω (Ipf. ἤμελλον/ἔμελλον)
μελλήσω
-
-
-
-

How well did you know this?
1
Not at all
2
3
4
5
Perfectly
14
Q

Stammformreihe μένω (bleiben)

A

μένω,
μενῶ,
ἔμεινα,
μεμένηκα
-
-

How well did you know this?
1
Not at all
2
3
4
5
Perfectly
15
Q

SFR ἀπο-στέλλω (aussenden)

A

ἀπο-στέλλω
ἀπο-στελῶ,
ἀπο-έστειλα,
ἀπο-έσταλκα,
ἀπο-έσταλμαι,
ἀπο-εστάλην

How well did you know this?
1
Not at all
2
3
4
5
Perfectly
16
Q

SFR ἄρχω (anfangen, herrschen)

A

ἄρχω
ἄρξω/ἄρξομαι
ἦρξα/ἠρξάμην
-
-
-

17
Q

SFR βάλλω (werfen)

A

βάλλω,
βαλῶ,
ἔβαλον,
βέβληκα,
βέβλημαι,
ἐβλήθην

18
Q

SFR βλέπω (sehen)

A

βλέπω,
βλέψω,
ἔβλεψα,
–,
–,
ἐβλέφθην

19
Q

SFR ἐγείρω (aufwecken, aufwachen)

A

ἐγείρω,
ἐγερῶ,
ἤγειρα,
–,
ἐγήγερμαι,
ἠγέρθην

20
Q

SFR κατα-βαίνω (hinabgehen)

A

κατα-βαίνω
κατα-βήσομαι,
κατα-έβην,
κατα-βέβηκα
-
-

21
Q

SFR σῴζω (retten)

A

σῴζω,
σώσω,
ἔσωσα,
σέσωκα,
σέσῳ(σ)μαι,
ἐσώθην

22
Q

SFR ἐλπίζω (hoffen)

A

ἐλπίζω,
ἐλπιῶ,
ἤλπισα,
ἤλπικα,
-,
-

23
Q

SFR ἐσθίω (essen)

A

ἐσθίω
φάγομαι (2. Sg. φάγεσαι),
ἔφαγον,
βέβρωκα,
-,
-

24
Q

SFR πείθω (überreden)

A

πείθω
πείσω,
ἔπεισα,
(πέποιθα),
πέπεισμαι,
ἐπείσθην

25
Q

SFR πέμπω (senden)

A

πέμπω,
πέμψω,
ἔπεμψα,
–,
–,
ἐπέμφθην

26
Q

SFR πίνω (trinken)

A

πίνω,
πίομαι (2. Sg. πίεσαι),
ἔπιον (Inf. π[ι]εῖν),
πέπωκα
-,
-

27
Q

SFR φυλάσσω (wachen, bewachen)

A

φυλάσσω
φυλάξω,
ἐφύλαξα,
-,
-,
-

28
Q

SFR χαίρω (sich freuen)

A

χαίρω
χαρήσομαι,
–,
–,
–,
ἐχάρην (»ich freute mich«).

29
Q

SRF ἀν-αγγέλλω (berichten)

A

ἀν-αγγέλλω
ἀν-αγγελῶ,
ἀν-ήγγειλα,
–,
ἀν-ήγγελμαι,
ἀν-ηγγέλην

30
Q

SRF καθαρίζω (reinigen)

A

καθαρίζω,
καθαριῶ/καθαρίσω,
ἐκαθάρισα,
–,
κεκαθάρισμαι,
ἐκαθαρίσθην

31
Q

SRF φαίνω (scheinen, leuchten)

A

Akt. φαίνω, φανῶ, ἔφᾱνα;
Pass. φανήσομαι, –, –, –, ἐφάνην.