Vocabulary 7 Flashcards
1
Q
αρνούμαι
A
to deny, to refuse
2
Q
άρπα (η)
A
harp
3
Q
αρραβωνιασμένος, -η, -ο
A
engaged
4
Q
αρρωσταίνω
A
to fall ill
5
Q
αρρώστια (η)
A
illness
6
Q
δεν κράτησε πολύ.
A
it didn’t last long
7
Q
άρρωστος, άρρωστη, άρρωστο
A
ill, sick
8
Q
αρχαϊκός, αρχαϊκή, αρχαϊκό
A
archaic
9
Q
αρχαιολογία (η)
A
archeology
10
Q
αρχαιολογικός, αρχαιολογική, αρχαιολογικό
A
archeological
11
Q
αρχαιολόγος (ο/η)
A
archeologist
12
Q
αρχαίος, αρχαία, αρχαίο
A
ancient
13
Q
αρχαϊσμός (o)
A
archaism
14
Q
αρχάριος, αρχάρια, αρχάριο
A
beginner (adj)
15
Q
αρχή (η)
A
beginning, start
16
Q
αρχίζω
A
to start, to begin
17
Q
αρχικά
A
initially
18
Q
αρχιτέκτονας (ο/η)
A
architect
19
Q
αρχιτεκτονική (η)
A
architecture
20
Q
άρωμα (το)
A
perfume, smell