Vocabulary 7 Flashcards
αρνούμαι
to deny, to refuse
άρπα (η)
harp
αρραβωνιασμένος, -η, -ο
engaged
αρρωσταίνω
to fall ill
αρρώστια (η)
illness
δεν κράτησε πολύ.
it didn’t last long
άρρωστος, άρρωστη, άρρωστο
ill, sick
αρχαϊκός, αρχαϊκή, αρχαϊκό
archaic
αρχαιολογία (η)
archeology
αρχαιολογικός, αρχαιολογική, αρχαιολογικό
archeological
αρχαιολόγος (ο/η)
archeologist
αρχαίος, αρχαία, αρχαίο
ancient
αρχαϊσμός (o)
archaism
αρχάριος, αρχάρια, αρχάριο
beginner (adj)
αρχή (η)
beginning, start
αρχίζω
to start, to begin
αρχικά
initially
αρχιτέκτονας (ο/η)
architect
αρχιτεκτονική (η)
architecture
άρωμα (το)
perfume, smell
ασανσέρ (το)
elevator, lift
ασήμαντος, ασήμαντη, ασήμαντο
unimportant, trivial, meaningless
ασθενοφόρο (το)
ambulance
άσκηση (η)
exercise
ασκώ
to exercise
ασορτί
to match, matching
ένα πουκάμισο ασορτί
a matching shirt
ασπιρίνη (η)
aspirin
άσπρο (το)
white (noun)
άσπρος, άσπρη, άσπρο
white (adj)
αστείος, αστεία, αστείο
funny
αστέρας (ο)
star (movie star)
αστέρι / άστρο (το)
star
αστράφτω
flash, sparkle, shine
αστράφτει
lightening flashes
αστυνομία (η)
police
αστυνομικός (ο/η)
policeman/policewoman
αστυνομικός, αστυνομική, αστυνομικό
police (adj)
ασύρματος, ασύρματη, ασύρματο
wireless (phone, etc.)
ασφαλής, ασφαλής, ασφαλές
safe, secure
ασφαλές μέρος
safe place
ασφαλώς
of course, certainly, absolutely
άσχημα
bad (adv)
άσχημος, άσχημη, άσχημο
ugly; bad
ασχημούλης, ασχημούλα, ασχημούλικο
ugly (diminutive)
ασχολούμαι
to be involved in; to be concerned with, to deal with
ατέλειωτος, ατέλειωτη, ατέλειωτο
endless
ατμόσφαιρα (η)
atmosphere
ατμοσφαιρικός, ατμοσφαιρική, ατμοσφαιρικό
atmospheric
άτομο (το)
person
ατονία (η)
debility, weakness
Αττική (η)
Attica