Vocabulary 4 Flashcards
ανάμνηση (η)
memory
αναπνοή (η)
breath
αναπτήρας (o)
a lighter
αναρρώνω
to recover (one’s health)
ανασταίνω
to resurrect, to reanimate, to raise
Ο Χριστιανισμός διδάσκει ότι ο Χριστός αναστήθηκε τρεις μέρες μετά τον θάνατό του.
Christianity teaches that Christ was resurrected three days after his death.
αναστενάζω
to sigh
ανατολικός, ανατολική, ανατολικό
eastern
ανατομία (η)
anatomy
αναφέρω
to report, to say
αναχώρηση (η)
departure
ανεβάζω
To take up, to carry up, to lift up
ανεβαίνω
to go up
άνεμος (o)
wind
Στην περιοχή πάντα φυσούν ισχυροί άνεμοι.
Strong winds always blow in the area.
ανεξαρτησία (η)
independence
ανεργία (η)
unemployment
άνετος, άνετη, άνετο
comfortable; easy
ανήκω
to belong, to belong to