Vocabulary Λ - 2 Flashcards
ληστεία (η)
robbery
λιακάδα (η)
sunshine
σήμερα έχει λιακάδα
it’s sunny today
λιγάκι
a little, a bit
λίγο
a little, a bit; a while, a minute
λίγος, λίγη, λίγο
some, little, few
λιγότερος, λιγότερη, λιγότερο
less, least
λιμάνι (το)
the port
λίμνη (η)
lake
λιμνούλα (η)
lake (diminutive)
λιομάζωμα (το)
olive harvest
λίπασμα (το)
fertilizer
λίπος (το)
fat (noun)
λίρα (η)
British pound
λίστα (η)
list
λίτρο (το)
liter
λογαριασμός (ο)
the bill, account
λογαριασμό ταμιευτηρίου
savings account
τρεχούμενο λογαριασμό
current account
λόγια (τα)
words
Με λίγα λόγια, . . .
In a word, . . .
λογικά
rationally, logically
λογική
logic, sense
λογικός, λογική, λογικό
reasonable
λόγος (ο)
reason
λόγω (PREP)
due to, because of (prep.)
λοιπόν
well, so
Λονδίνο (το)
London
λόρδος (ο)
lord
λούζω
to wash someone’s hair
Λούζομαι
I wash my hair
λουκάνικο (το)
sausage
λουκουμάς (ο)
donut
λουλούδι (το)
flower
λύκος (ο)
wolf
Πεινάω σαν λύκος!
I’m starving! (slang)
λύνω
to solve
λυπάμαι
to be sorry
λύση (η)
solution
ημερομηνία λήξης
expiration date