Vocabulary Ι - 1 Flashcards
Ιαπωνικά (τα)
Japanese language
ιατρείο (το)
doctor’s consulting room
ιατρικός, ιατρική, ιατρικό
medical
ιδανικός, ιδανική, ιδανικό
ideal (adj)
ιδέα (η)
idea
ίδιο
the same, equally
Είναι το ίδιο όμορφες.
They are equally beautiful.
ιδιοκτήτης (ο)
owner
ίδιος, ίδια, ίδιο
same
ιδιοσυγκρασία (η)
character, idiosyncrasy
ιδιωτικός, ιδιωτική, ιδιωτικό
private (adj)
ιδρύω
to establish, to found
ικανοποιημένος, -η, -ο
satisfied
ικανοποιητικός, -ή, -ό
satisfactory
Ιούλιος (ο)
July
Ιούνιος (o)
June
(ο) Ιρλανδός / (η) Ιρλανδέζα / Ιρλανδή
Irish person
Ιρλανδία (η)
Ireland
ίσιος, ίσια, ίσιο
straight
ίσκιος (ο)
shadow, shade
ισόγειο (το)
ground floor
ισορροπία (η)
balance
ισοτιμία (η)
exchange rate
Ισπανία (η)
Spain
(ο) Ισπανός / (η) Ισπανίδα
Spanish person
Ισπανικά (τα)
Spanish language
ιστορία (η)
history, story
ισχυρίζομαι
to claim, to argue
ισχυρός, ισχυρή, ισχυρό
strong
ίσως
maybe
Ιταλία (η)
Italy
(ο) Ιταλός / (η) Ιταλίδα
Italian person
Ιταλικά (τα)
Italian language
Ιανουάριος (ο)
January