Vocabulary Κ - 1 Flashcards
κάδος (ο)
bin, bucket
καζίνο (το)
casino
καθαρίζω
to clean
καθαριότητα (η)
cleanliness, cleaning
καθαρισμός (ο)
cleaning
καθαριστικό (το)
detergent
καθαρός, καθαρή, καθαρό
clean
καθηγητής (ο) / καθηγήτρια (η)
teacher, professor
καθημερινά
daily
καθιστικό (το)
living room
καθολικός (ο)
Catholic
καθολικός, καθολική, καθολικό
Catholic, universal
καθόλου
at all, any
Έχεις καθόλου ελεύθερο χρόνο;
Do you have any spare time?
κάθομαι
to sit
καθρέφτης (ο)
mirror
καθυστέρηση (η)
delay
καθυστερώ
to delay, to be late
καθώς
as, while
καινούρ(γ)ιος, καινούρ(γ)ια, καινούρ(γ)ιο
new
καιρικός, καιρική, καιρικό
weather (adj) (e.g. weather conditions)
καιρός (ο)
weather; time
έχει καιρό να μου τηλεφωνήσει.
It’s been a long time since he last called me.
Μια φορά κι έναν καιρό ήταν
Once upon a time there was