Vocabulary Κ - 1 Flashcards
κάδος (ο)
bin, bucket
καζίνο (το)
casino
καθαρίζω
to clean
καθαριότητα (η)
cleanliness, cleaning
καθαρισμός (ο)
cleaning
καθαριστικό (το)
detergent
καθαρός, καθαρή, καθαρό
clean
καθηγητής (ο) / καθηγήτρια (η)
teacher, professor
καθημερινά
daily
καθιστικό (το)
living room
καθολικός (ο)
Catholic
καθολικός, καθολική, καθολικό
Catholic, universal
καθόλου
at all, any
Έχεις καθόλου ελεύθερο χρόνο;
Do you have any spare time?
κάθομαι
to sit
καθρέφτης (ο)
mirror
καθυστέρηση (η)
delay
καθυστερώ
to delay, to be late
καθώς
as, while
καινούρ(γ)ιος, καινούρ(γ)ια, καινούρ(γ)ιο
new
καιρικός, καιρική, καιρικό
weather (adj) (e.g. weather conditions)
καιρός (ο)
weather; time
έχει καιρό να μου τηλεφωνήσει.
It’s been a long time since he last called me.
Μια φορά κι έναν καιρό ήταν
Once upon a time there was
καίω
to burn, to be spicy
κακό (το)
evil, wrong, harm
κακός, κακή/κακιά, κακό
bad, wicked, evil
καλά
good, well, nice, fine; all right
Να ’στε καλά!
You’re welcome!
καλά (τα)
Sunday best (clothes)
καλάθι (το)
basket
καλεσμένος, καλεσμένη, καλεσμένο
guest (part)
καληνύχτα
good night
καλησπέρα
good evening
καλλιεργώ
to cultivate, to grow
καλοκαιράκι (το)
summer (diminutive)
καλοκαίρι (το)
the summer
καλοκαιρινός, καλοκαιρινή, καλοκαιρινό
summer (adj)
καλοριφέρ (το)
central heating
καλός, καλή, καλό
fine, nice, good
καλούτσικα
so so
κάλτσα (η)
sock
κάλυμμα (το)
cover
καλύτερα
better
καλύτερος, καλύτερη, καλύτερο
better, best
καλώ
to invite, to call
καλώδιο (το)
cable, wire
καλώς
Ok
Καλώς τον!
Good to see you!
καμπίνα (η)
cabin