Vocabulary Η - 1 Flashcards
ήδη
already
ηθοποιός (ο/η)
actor / actress
ηλεκτρικός, ηλεκτρική, ηλεκτρικό
electrical
ηλεκτρισμός (o)
electricity
ηλεκτρολόγος (o)
electrician
ηλεκτρονικός, ηλεκτρονική, ηλεκτρονικό
electronic (adj)
ηλικία (η)
age (of a person)
ηλικιωμένος, ηλικιωμένη, ηλικιωμένο
elderly
ηλιοβασίλεμα (το)
sunset
ηλιοθεραπεία (η)
sunbathing
Κάνω ηλιοθεραπεία
I sunbathe
ηλιόλουστος, ηλιόλουστη, ηλιόλουστο
sunny
ηλιοροφή (η)
sunroof
ήλιος (ο)
sun
Έχει ήλιο σήμερα.
It’s sunny today.
ηλιοφάνεια (η)
sunshine
ήμερoς, ήμερη, ήμερο
domestic (adj)
ημέρα / μέρα (η)
day
ή
or
ημερολόγιο (το)
calendar, diary
ημερομηνία (η)
date
ηρεμώ
to calm, to relax
ήρωας (ο)
hero
ησυχάζω
to calm down, to relax
ησυχία (η)
silence, peace
ήσυχος, ήσυχη, ήσυχο
quiet (adj)
ηχείο (το)
the loudspeaker
ηχογραφώ
to record
ήχος (o)
sound
ηχώ (η)
echo