Vocabulary Λ - 1 Flashcards
λάθος (το)
mistake, error, wrong
έκανα λάθος
I was wrong
λάδι (το)
oil
λαιμός (ο)
neck
λαμβάνω
to receive
λάμπα (η)
lamp, light bulb
λαμπερός, λαμπερή, λαμπερό
bright, shining (adj)
Λαμπρή (η)
Pascha day
λάμπω
to shine, to radiate
λαός (ο)
people
λατινικός, λατινική, λατινικό
latin (adj)
λαχανικό (το)
vegetable
λάχανο (το)
cabbage
λαχείο (το)
lottery
λαχτάρα (η)
longing
λαχταράω / λαχταρώ
to long
λεβέντης (ο)
fine young man
λέγομαι
one’s name is (I am called)
λείος, λεία, λείο
smooth (adj)
λείπω
to be away, to be out, to miss
λειτουργώ
to operate
λειώνω / λιώνω
to pound, to squash
λεκάνη (η)
toilet seat
λεμονάκι (το)
lemon juice (diminutive)
λέξη (η)
word
λεξικό (το)
dictionary
λεπτό (το)
minute
λεπτός, λεπτή, λεπτό
thin, slim (adj)
λεπτότερος, λεπτότερη, λεπτότερο
thinner; thinnest
λερωμένος, λερωμένη, λερωμένο
dirty
λευκό (το)
white (n)
λευκός, λευκή, λευκό
white (adj)
λεφτά (τα)
water
λέω
to say, to tell
Τι θα πει “άμιλλα”;
What does rivalry mean?
λεωφορείο (το)
bus
λεωφόρος (η)
avenue
λήγω
to expire
λήξη (η)
ending