Vocabulary Π - 6 Flashcards
Πολυτεχνείο (το)
Polytechnic school
πονάω / πονώ
to hurt
πονηρός, πονηρή, πονηρό
cunning, sly
πονηρούλης, πονηρούλα, πονηρούλικο
smart (diminutive)
πονοκέφαλος (ο)
headache
πολυτελής, πολυτελής, πολυτελές
luxurious
πόνος (o)
pain
ποντίκι (το)
mouse
πόρτα (η)
door, entrance
Κλείνεις την πόρτα, σε παρακαλώ.
Close the door, please?
Πορτογαλία (η)
Portugal
Πορτογάλος (ο) / Πορτογαλίδα (η)
Portuguese person
Πορτογαλικά (τα)
Portuguese language
πορτοκαλαδίτσα (η)
orange juice (diminutive)
πορτοκαλής, πορτοκαλιά, πορτοκαλί
orange (adj)
πορτοκαλί (το)
orange (color & fruit)
πορτοκαλιά (η)
orange tree
πορτούλα (η)
little door
πορτοφόλι (το)
wallet, purse
ποσό (το)
amount
Πόσο παράξενο είναι!
It is so strange!
πόσος, πόση, πόσο
how much, how many
ποτάμι (το)
river (neut.)
ποταμός (ο)
river (m)