Vocabulary Τ - 3 Flashcards
τράπεζα (η)
bank
τραπεζαρία (η)
dinner table, dining room
τραπέζι (το)
table
έχω τραπέζι . . .
I have invited (someone) to dinner
τραπεζικός, τραπεζική, τραπεζικό
bank (adj) (eg: bank account)
τραπεζομάντιλο (το)
tablecloth
τραύμα (το)
wound
τραχύς, τραχιά, τραχύ
rough
τρελά
madly (adv)
τρελαίνω
to drive mad
τρελός, τρελή, τρελό
crazy
τρένο (το)
train
τρεχούμενος, τρεχούμενη, τρεχούμενο
running, flowing
τρεχούμενο λογαριασμό
current account
τρέχω
to run
τρακάρω
to crash a car
τριαντάφυλλο (το)
rose (flower)
τριάρι (το)
3 room flat
τρίβω
to grate (cheese)
τριγυρνάω / τριγυρνώ
to hang around
τρίκλινο (το)
3 bed room
Τρίτη (η)
Tuesday
τριτώνω
to happen for a third time
τρίτωσε το κακό!
Three bad things happened!
τρίφτης (ο)
grater
τρόπος (ο)
the way
τροφή (η)
food (fem.)
τρόφιμο (το)
food (neut.)
τροχός (ο)
wheel
τρύπα (η)
hole
τρυπάω / τρυπώ
to pierce
τρυφερός, τρυφερή, τρυφερό
tender, affectionate
τρώω
to eat
τσάι (το)
tea
τσακώνομαι
to quarrel, to fight
τσάντα (η)
bag, handbag
τσαντάκι (το)
bag, handbag (diminutive)
τσεκ (το)
check
τσέπη (η)
τσιγάρο (το)
cigarette
τσίλι (το)
chili
τσιμπάω / τσιμπώ
to bite
τσιπούρα (η)
type of fish
τσίπουρο (το)
raki
τσίχλα (η)
gum
τύπος (ο)
character, type
τυραννία (η)
tyranny, oppression
τύραννος (ο)
tyrant
τυρί (το)
cheese
τυροκομικός, τυροκομική, τυροκομικό
cheese (adj)
τυχαία
accidentally, by chance
τύχη (η)
luck, fortune