Vocabulary Σ - 3 Flashcards
σουπίτσα (η)
soup (diminutive)
σούπερ μάρκετ (το)
supermarket
σοφία (η)
wisdom
σοφός, σοφή, σοφό
wise (adj)
σοφότερος, σοφότερη, σοφότερο
wiser; wisest (w/art.)
σπάζω / σπάω
to break; to fracture
σπανάκι (το)
spinach
σπανακόπιτα (η)
spinach pie
σπάνια
rarely, seldom, scarcely
σπάνιος, σπάνια, σπάνιο
rare (adj)
σπανιότερος, σπανιότερη, σπανιότερο
rarer; rarest (w/art.)
σπαταλάω / σπαταλώ
to squander, to waste
σπεσιαλιτέ (η)
specialty
σπηλιά (η)
cave
σπίρτο (το)
match (for fire)
σπιτάκι (το)
tiny house (diminutive)
σπίτι (το)
house, home
σπορ, σπορ, σπορ
sports (adj) (e.g. sports car)
σπουδάζω
to study
σπουδές (οι)
studies
σπυράκι (το)
pimple (diminutive)
στάβλος (ο)
stable, stall
σταδιακός, σταδιακή, σταδιακό
gradual
στάζω
to leak