Vocabulary Κ - 2 Flashcards
Καναδάς (ο)
Canada
καναπές (ο)
couch, sofa
κανάτα (η)
jug
κανείς / κανένας, καμία / καμιά, κανένα PRON
a, any, anyone, no one
κανόνας (ο)
rule
κανονίζω
to plan, to arrange
κάνω
to do, to fit, to make, to cost
καπάκι (το)
to top, cover
καπελάκι (το)
hat (diminutive)
καπέλο (το)
hat
καπνίζω
to smoke
κάπνισμα (το)
smoking
κάμπινγκ (το)
camping site
καπνιστής (ο)
smoker
κάποιος, κάποια, κάποιο
someone, anyone; some, any
κάπου
somewhere
κάρβουνο (το)
coal, charcoal
καρδιά (η)
heart
καρδιογράφημα (το)
cardiogram
καρδιολόγος (ο/η)
cardiologist
καρδούλα (η)
heart (diminutive)
καρέκλα (η)
chair
καρναβάλι (το)
carnival
καρνέ (το)
notepad
καρότο (το)
carrot
καρπός (ο)
fruit
ξηροί καρποί
dried fruit and nuts
καρπούζι (το)
watermelon
κάρτα (η)
card, credit card, phone card
κάρτα επιβίβασης
boarding pass
καρτεράω / καρτερώ
to wait, wait for
καρτοτηλέφωνο (το)
card phone
κασέρι (το)
yellow cheese
κασκόλ (το)
scarf
καστανός, καστανή, καστανό
brown
κατάθεση (η)
deposit
καταθέτω
to deposit
καταιγίδα (η)
storm
καταλαβαίνω
to understand
κατάλογος (ο)
menu, catalogue, list; phone book, directory
καταναλωτικός, καταναλωτική, καταναλωτικό
consumer (adj)
καταπληκτικά
great, terrific
καταπληκτικός, καταπληκτική, καταπληκτικό
amazing, astonishing (adj)
καταπράσινος, καταπράσινη, καταπράσινο
lush green
κατασκευή (η)
construction, structure
κατάσταση (η)
the situation, condition
η οικογενειακή σας κατάσταση
your marital status
κατάστημα (το)
shop, store
καταστροφή (η)
disaster, destruction, devastation
κατάστρωμα (το)
deck
καταφέρνω
to manage
κατεβάζω
to drop
κατεβαίνω
to go down, to get off
κατηγορούμενος, κατηγορούμενη, κατηγορούμενο
(the) accused (part)
κάτι
something, some
κατοικία (η)
house, residence
κάτοικος (ο/η)
inhabitant
κατσαρός, κατσαρή, κατσαρό
curly
κάτω
down, under, bottom
καφέ (το)
brown (n)
καφέ, καφέ, καφέ
brown (adj)
καφεδάκι (το)
coffee (diminutive)
καφενείο (το)
coffee shop
καφές (ο)
coffee
καφετιέρα (η)
coffee machine
κείμενο (το)
text
κεντρικός, κεντρική, κεντρικό
central (adj)