Vocabulary Κ - 2 Flashcards
1
Q
Καναδάς (ο)
A
Canada
2
Q
καναπές (ο)
A
couch, sofa
3
Q
κανάτα (η)
A
jug
4
Q
κανείς / κανένας, καμία / καμιά, κανένα PRON
A
a, any, anyone, no one
5
Q
κανόνας (ο)
A
rule
6
Q
κανονίζω
A
to plan, to arrange
7
Q
κάνω
A
to do, to fit, to make, to cost
8
Q
καπάκι (το)
A
to top, cover
9
Q
καπελάκι (το)
A
hat (diminutive)
10
Q
καπέλο (το)
A
hat
11
Q
καπνίζω
A
to smoke
12
Q
κάπνισμα (το)
A
smoking
13
Q
κάμπινγκ (το)
A
camping site
14
Q
καπνιστής (ο)
A
smoker
15
Q
κάποιος, κάποια, κάποιο
A
someone, anyone; some, any
16
Q
κάπου
A
somewhere
17
Q
κάρβουνο (το)
A
coal, charcoal
18
Q
καρδιά (η)
A
heart
19
Q
καρδιογράφημα (το)
A
cardiogram
20
Q
καρδιολόγος (ο/η)
A
cardiologist
21
Q
καρδούλα (η)
A
heart (diminutive)
22
Q
καρέκλα (η)
A
chair
23
Q
καρναβάλι (το)
A
carnival
24
Q
καρνέ (το)
A
notepad
25
καρότο (το)
carrot
26
καρπός (ο)
fruit
27
ξηροί καρποί
dried fruit and nuts
28
καρπούζι (το)
watermelon
29
κάρτα (η)
card, credit card, phone card
30
κάρτα επιβίβασης
boarding pass
31
καρτεράω / καρτερώ
to wait, wait for
32
καρτοτηλέφωνο (το)
card phone
33
κασέρι (το)
yellow cheese
34
κασκόλ (το)
scarf
35
καστανός, καστανή, καστανό
brown
36
κατάθεση (η)
deposit
37
καταθέτω
to deposit
38
καταιγίδα (η)
storm
39
καταλαβαίνω
to understand
40
κατάλογος (ο)
menu, catalogue, list; phone book, directory
41
καταναλωτικός, καταναλωτική, καταναλωτικό
consumer (adj)
42
καταπληκτικά
great, terrific
43
καταπληκτικός, καταπληκτική, καταπληκτικό
amazing, astonishing (adj)
44
καταπράσινος, καταπράσινη, καταπράσινο
lush green
45
κατασκευή (η)
construction, structure
46
κατάσταση (η)
the situation, condition
47
η οικογενειακή σας κατάσταση
your marital status
48
κατάστημα (το)
shop, store
49
καταστροφή (η)
disaster, destruction, devastation
50
κατάστρωμα (το)
deck
51
καταφέρνω
to manage
52
κατεβάζω
to drop
53
κατεβαίνω
to go down, to get off
54
κατηγορούμενος, κατηγορούμενη, κατηγορούμενο
(the) accused (part)
55
κάτι
something, some
56
κατοικία (η)
house, residence
57
κάτοικος (ο/η)
inhabitant
58
κατσαρός, κατσαρή, κατσαρό
curly
59
κάτω
down, under, bottom
60
καφέ (το)
brown (n)
61
καφέ, καφέ, καφέ
brown (adj)
62
καφεδάκι (το)
coffee (diminutive)
63
καφενείο (το)
coffee shop
64
καφές (ο)
coffee
65
καφετιέρα (η)
coffee machine
66
κείμενο (το)
text
67
κεντρικός, κεντρική, κεντρικό
central (adj)