Vocabulary Κ - 3 Flashcards
κέντρο (το)
center
κερδίζω
to earn, to make; to win
κερί (το)
wax, candle
Κέρκυρα (η)
Corfu
κερνάω / κερνώ
to offer, to buy
Κεφαλ(λ)ονιά (η)
Kefalonia
κεφαλαίο (το)
capital (letter)
κεφάλι (το)
head
κεφαλονίτικος, κεφαλονίτικη, κεφαλονίτικο
from Kefalonia
κέφι (το)
spirit, gusto
Δεν είμαι στα κέφια μου σήμερα.
I am in low spirits today.
κεφτές (ο)
meatball
κήπος (ο)
garden
κιθάρα (η)
guitar
κιλό (το)
kilo
κιμάς (ο)
minced meat
κίνδυνος (ο)
danger
κινέζικος, κινέζικη, κινέζικο
Chinese (adj)
κινηματογράφος (ο)
cinema
κίνηση (η)
traffic
κινητό (το)
mobile phone
κινητός, κινητή, κινητό
mobile, moveable (adj)
κίτρινο (το)
yellow (noun)
κίτρινος, κίτρινη, κίτρινο
yellow (adj)
κλαίω
to cry
κλάμα (το)
crying
κλασικός, κλασική, κλασικό
classical (adj)
κλέβω
to steal
κλειδί (το)
key
κλειδώνω
to lock
κλείνω
to close, to shut, to hang up; to book
Θα ήθελα να κλείσω ένα δίκλινο δωμάτιο για 5 μέρες.
I’d like to book a double room for 5 days.
κλειστός, κλειστή, κλειστό
closed
κλέφτης (ο)
thief
κλήση (η)
ticket
κλίμα (το)
climate
κλιματισμός (ο)
air-condition
κλινική (η)
clinic
κλουβί (το)
cage
κόβω
cut, cut off, quit, stop
κοιλιά (η)
belly
κοιμάμαι
to sleep
κοινός, κοινή, κοινό
joint, public (adj)
κοινωνικός, κοινωνική, κοινωνικό
social
κοιτάζω
to look