Vocabulary Κ - 5 Flashcards
κουτί (το)
box
κρασάκι (το)
wine (diminutive)
κρασί (το)
wine
κρασομεζές (ο)
snack to accompany wine
κρατάω / κρατώ
to hold, to keep, to last
κράτηση (η)
reservation, booking
κράτος (το)
state, country
κραυγή (η)
scream
κρέας (το)
meat
κρεατικό (το)
meat product
κρεβάτι (το)
bed
κρεβατοκάμαρα (η)
bedroom
κρέμα (η)
cream
κρεμάω / κρεμώ
to hang
κρεμμύδι (το)
onion
κρεοπωλείο (το)
butcher’s shop
κρητικός, κρητική / κρητικιά, κρητικό
from Crete, Cretan (adj)
κρίμα (το)
pity
Κρίμα!
That’s a pity!
κριτική (η)
review
κρύβω
to hide
κρύο (το)
the cold
Κάνει κρύο εδώ μέσα.
It’s cold in here.
κρύος, κρύα, κρύο
cold (adj)
κρυώνω
to be/feel cold
κτήμα (το)
property, farm
κτήριο / κτίριο (το)
(the) building
κυβέρνηση (η)
government
κυβερνήτης (ο/η)
governor
κυκλοφορία (η)
traffic
Η κυκλοφορία είναι πολύ μεγάλη.
The traffic is heavy.
κυκλοφορώ
to go around, to walk around
κυνηγάω / κυνηγώ
to chase
Κύπρια (η)
Cypriot
Κύπρος (η)
Crete
κυρία (η)
Mrs., lady
Κυριακή (η)
Sunday
κύριος (ο)
Mr., gentleman
κύριος, κύρια, κύριο
main, primary (adj)
κωδικός (ο)
code, password
κωμωδία (η)
comedy