Vocabulary Φ - 2 Flashcards
φιλικός, φιλική, φιλικό
friendly (adj)
φίλη (η)
female friend; girlfriend
φιλικότερος, φιλικότερη, φιλικότερο
friendlier; friendliest (w/art.)
φιλολογία (η)
philology, literature
φιλοξενία (η)
hospitality
φιλόξενος, φιλόξενη, φιλόξενο
hospitable
φιλοξενώ
to house
φίλος (ο)
male friend
φιλοσοφία (η)
philosophy
Φινλανδός (ο) / Φινλανδέζα / Φινλανδή (η)
Finn, Finnish person
Φινλανδία (η)
Finland
Φινλανδικά (τα)
Finnish language
Φλαμανδικά (τα)
Flemish language
φλας (το)
(turn) indicator, flash
φλερτάρω
to flirt, to court
φοβάμαι
to be afraid
φοβερός, φοβερή, φοβερό
terrible (adj)
φόβος (ο)
fear
φοιτητής (ο)
college student (m.)
φοιτητικός, φοιτητική, φοιτητικό
student (adj) (eg: card)
φοιτώ
to study at (eg: the uni.)
φορά (η)
time
Καμιά φορά
Sometimes
Μια φορά κι έναν καιρό
Once upon a time . . .
φοράω / φορώ
to wear
φόρεμα (το)
a dress
φόρμα (η)
track suit
φόρος (ο)
tax
φουαγιέ (το)
foyer, lounge
φουντούκι (το)
hazelnut
φούρνος (ο)
oven; bakery
φούστα (η)
skirt
Φρανκφούρτη (η)
Frankfurt
φράουλα (η)
strawberry
φραπές (ο)
frappe
φράχτης (ο)
fence
φρέσκος, φρέσκια, φρέσκο
fresh (adj)
φροντιστήριο (το)
foreign language school
φρούτο (το)
fruit
φρουτοσαλάτα (η)
fruit salad
φρυγανιά (η)
toast
φρύδι (το)
eyebrow
φταίω
to be to blame, to be responsible
φτέρνα (η)
heel
φτερνίζομαι
to sneeze