Vocabulary Ω - 1 Flashcards
1
Q
ώρα (η)
A
hour, time
2
Q
Έφτασα πριν από λίγη ώρα.
A
I arrived a short while ago.
3
Q
Συγγνώμη, έχετε ώρα;
A
Excuse me, do you have the time?
4
Q
ωραία
A
great, fine, lovely, nice
5
Q
ωραίος, ωραία, ωραίο
A
fine, lovely, nice (adj)
6
Q
ωραιότερος, ωραιότερη, ωραιότερο
A
nicer, more beautiful; nicest, most beautiful (w/art.)
7
Q
ωράριο (το)
A
working hours
8
Q
ωροσκόπιο (το)
A
horoscope
9
Q
ως
A
until
10
Q
ώσπου
A
until, by the time
11
Q
ωφέλεια (η)
A
benefit
12
Q
ωφελώ
A
to benefit, to do good
13
Q
ωκεανός (o)
A
ocean