Vocabulary Ε - 3 Flashcards
ελικόπτερο (το)
helicopter
Ελλάδα (η)
Greece
(ο) Έλληνας / (η) Ελληνίδα
Greek person
Ελληνικά (τα)
Greek language
ελληνικός, ελληνική, ελληνικό
Greek (adj)
ελπίζω
to hope
έμβρυο (το)
fetus, embryo
εμπειρία (η)
experience
εμπιστεύομαι
to trust
Μην τον εμπιστεύεσαι.
Don’t trust him.
εμπορικός, εμπορική, εμπορικό
commercial (adj)
εμφανίζω
to develop
έμφαση (η)
emphasis, attention
εναλλακτικός, εναλλακτική, εναλλακτικό
alternative (adj)
έναντι
relatively, contrary; towards
ένατος, ένατη, ένατο
9th
ενδέκατος, ενδέκατη, ενδέκατο
11th
ενδιαφέρον (το)
interest
είχε ενδιαφέρον
it was interesting
ενδιαφέρω
to interest
Ενδιαφέρομαι πολύ
I am very interested in . . .
ενενήντα
90
ενενήντα δύο
92
ενενήντα ένας, ενενήντα μία, ενενήντα ένα
91