Vocabulary 6 Flashcards
απόδειξη (η)
receipt
αποδοχές (οι)
pay, wages, salary
αποθήκη (η)
storeroom, warehouse
αποκλείω
to exclude
Αποκλείεται!
No way!
Δεν αποκλείεται να πάρω την δουλειά.
It is possible that I take the job.
αποκορύφωμα (το)
the peak
αποκτάω (αποχτάω) / αποκτώ
to have, to acquire, to obtain
απολαμβάνω
to enjoy
απόλαυση (η)
pleasure, delight
απόλυση (η)
dismissal
απολύω
to fire, to dismiss
απορρυπαντικό (το)
detergent, washing-up liquid
απορώ
to wonder
Απορώ γιατί δεν ήρθε ο Νίκος
I wonder why Nick didn’t come
αποσκευή (η)
luggage, baggage
αποστολέας (ο/η)
sender
αποτέλεσμα (το)
result
αποτελώ
to be, to constitute
απότομα
abruptly; roughly, rudely
αποτυχία (η)
failure
απόφαση (η)
decision
αποφασίζω
to decide
αποφεύγω
to avoid
αποφοιτώ
to graduate
αποχαιρετισμός (ο)
the farewell
αποχέτευση (η)
sewerage (e.g. sewerage system)
αποχωρώ
to leave, to walk out
απόψε
tonight
άποψη (η)
opinion, view
Απρίλης / Απρίλιος (o)
April
απόγευμα (το)
afternoon
άρα
then, therefore, so
Είναι άρρωστος, άρα δεν θα έρθει στην δουλειά σήμερα.
He’s sick, so he’s not coming to work today.
αραδιάζω
enumerate, say one after another
αργά
late, slowly
αργός,αργή,αργό
slow
αργότερα
later
αργώ
to be late
αρέσω
to like
άρθρο (το)
article
αριθμός (ο)
number, phone number
αριστερά
left
αριστερός, αριστερή, αριστερό
left (adj.)
αρκετά
quite; enough
αρκετός, αρκετή, αρκετό
many, enough
αρκώ
to be enough
αρμονικός, αρμονική, αρμονικό
harmonious