Vocabulary 6 Flashcards
απόδειξη (η)
receipt
αποδοχές (οι)
pay, wages, salary
αποθήκη (η)
storeroom, warehouse
αποκλείω
to exclude
Αποκλείεται!
No way!
Δεν αποκλείεται να πάρω την δουλειά.
It is possible that I take the job.
αποκορύφωμα (το)
the peak
αποκτάω (αποχτάω) / αποκτώ
to have, to acquire, to obtain
απολαμβάνω
to enjoy
απόλαυση (η)
pleasure, delight
απόλυση (η)
dismissal
απολύω
to fire, to dismiss
απορρυπαντικό (το)
detergent, washing-up liquid
απορώ
to wonder
Απορώ γιατί δεν ήρθε ο Νίκος
I wonder why Nick didn’t come
αποσκευή (η)
luggage, baggage
αποστολέας (ο/η)
sender
αποτέλεσμα (το)
result
αποτελώ
to be, to constitute
απότομα
abruptly; roughly, rudely
αποτυχία (η)
failure
απόφαση (η)
decision
αποφασίζω
to decide
αποφεύγω
to avoid