Croy 25 Flashcards
ἀρχιερεύς
ἀρχιερεύς, ἀρχιερέως, ὁ
high priest; chief priest
ἀσθενής
ἀσθενής, ἀσθενές
sick; weak
βασιλεύς
βασιλεύς, βασιλέως, ὁ
king
γένος
γένος, γένους, τό
family, race, kind; offspring
γραμματεύς
γραμματεύς, γραμματέως, ὁ
scribe
δύναμις
δύναμις, δυνάμεως, ἡ
power, strength; miracle
ἔθνος
ἔθνος, ἔθνους, τό
nation, people; Gentiles
εὐλογέω
I bless
θλῖψις
θλῖψις, θλῖψεως, ἡ
tribulation
ἱερεύς
ἱερεύς, ἱερέως, ὁ
priest
κρίσις
κρίσις, κρίσεως, ἡ
judgment, judging
μανθάνω
I learn
ὄρος
ὄρος, ὄρους, τό
mountain, hill
πίστις
πίστις, πίστεως, ἡ
faith, trust, belief
πλήρης
πλήρης, πλήρες
full
πόλις
πόλις, πόλεως, ἡ
city, town
τελέω
I finish, fulfil
τέλος
τέλος, τέλους, τό
end
Feminine Nouns in -ις, εως
Singular:
N. πόλις
G. πόλεως
D. πόλει
A. πόλιν
V. πόλι
Plural:
N.-V. πόλεις
G. πόλεων
D. πόλεσι(ν)
A. πόλεις
Masculine Nouns in -ευς, -εως
Singular:
N. βασιλεύς
G. βασιλέως
D. βασιλεῖ
A. βασιλέα
V. βασιλεῦ
Plural:
N.-V. βασιλεῖς
G. βασιλέων
D. βασιλεῦσι(ν)
A. βασιλεῖς
Neuter Nouns in -ος, -ους
Singular:
N.-V. γένος
G. γένους
D. γένει
A. γένος
Plural:
N.-V. γένη
G. γενῶν
D. γένεσι(ν)
A. γένη
Adjectives of the Third Declension
Singular:
Masc. Fem.
N. ἀληθής
G. ἀληθοῦς
D. ἀληθεῖ
A. ἀληθῆ
V. ἀληθές
Neut.
N. ἀληθές
G. ἀληθοῦς
D. ἀληθεῖ
A. ἀληθές
V. ἀληθἐς
Plural:
Masc. Fem.
N.-V. ἀληθεῖς
G. ἀληθῶν
D. ἀληθέσι(ν)
A. ἀληθεῖς
Neut.
Neut.
N. -V. ἀληθῆ
G. ἀληθῶν
D. ἀληθέσι(ν)
A. ἀληθῆ