Stamtijden B 46-68 Flashcards
1
Q
ἔπλησα
A
aor. act. πίμπλημι
2
Q
ἐπλήσθην
A
aor. med. πίμπλημι
3
Q
ἐμπέπληκα
A
perf. act. πίμπλημι
4
Q
ἐμπέπλη(σ)μαι
A
perf. med. πίμπλημι
5
Q
ἐμπλήσω
A
fut. act. πίμπλημι
6
Q
ἐνέπρησα
A
aor. act. ἐμπίμπρημι
7
Q
ἐνεπρήσθην
A
aor. med. ἐμπίμπρημι
8
Q
ἐμπέπρηκα
A
perf. act. ἐμπίμπρημι
9
Q
ἐμπέπρημαι
A
perf. med. ἐμπίμπρημι
10
Q
ἐμπρήσω
A
fut. act. ἐμπίμπρημι
11
Q
ἐπράθην
A
aor. med. πιπράσκω
12
Q
πέπρακα
A
perf. act. πιπράσκω
13
Q
πέπραμαι
A
perf. med. πιπράσκω
14
Q
ἔπλεξα
A
aor. act. πλέκω
15
Q
ἐπλέχθην
A
aor. med. πλέκω
16
Q
πέπλεγμαι
A
perf. med. πλέκω
17
Q
ἔρριψα
A
aor. act. ρίπτω
18
Q
ἐρρίφην
A
aor. med. ρίπτω
19
Q
ἔρριφα
A
perf. act. ρίπτω
20
Q
ἔρριμμαι
A
perf. med. ρίπτω
21
Q
ρίψω
A
fut. act. ρίπτω
22
Q
ἐρρίφθην
A
aor. med. ρίπτω
23
Q
ἔρρωσα
A
aor. act. ῤώννυμι
24
Q
ἐρρώσθην
A
aor. med. ῤώννυμι
25
ἔρρωμαι
perf. med. ῤώννυμι
26
(ἀπ)έσβεσα
aor. act. (ἀπο)σβέννυμι
27
(ἀπ)εσβέσθην
aor. med. (ἀπο)σβέννυμι
28
ἀπέσβεσμαι
perf. med. (ἀπο)σβέννυμι
29
ἀποσβέσω
fut. act. (ἀπο)σβέννυμι
30
ἀπέσβην
aor. med. (ἀπο)σβέννυμαι
31
ἀπέσβηκα
perf. med. (ἀπο)σβέννυμαι
32
σήψω
fut. act. σήπω
33
ἐσάπην
aor. med. σήπομαι
34
σέσηπα
perf. med. σήπομαι
35
ἔσκαψα
aor. act. σκάπτω
36
σκάψω
fut. act. σκάπτω
37
ἔσκαμμαι
perf. med. σκάπτω
38
διεσκέδασα
aor. act. (δια)σκεδάννυμι
39
(δι)εσκεδάσθην
aor. med. (δια)σκεδάννυμι
40
(δι)εσκέδασμαι
perf. med. (δια)σκεδάννυμι
41
διασκεδῶ
fut. act. (δια)σκεδάννυμι
42
ἐσκεψάμην
aor. act. σκοπέω
43
ἔσκεμμαι
perf. act. σκοπέω
44
σκέψομαι
fut. act. σκοπέω
45
ἔσπασα
aor. act. σπάω
46
ἔσπακα
perf. act. σπάω
47
ἔσπασμαι
perf. med. σπάω
48
σπάσω
fut. act. σπάω
49
ἔσπεισα
aor. act. σπένδω
50
ἔσπεισμαι
perf. med. σπένδω
51
σπείσομαι
fut. act. σπένδω
52
ἔσφηλα
aor. act. σφάλλω
53
ἔσφαλκα
perf. act. σφάλλω
54
σφαλῶ
fut. act. σφάλλω
55
ἐσπάλην
aor. med. σφάλλομαι
56
ἔσπαλμαι
perf. med. σφάλλομαι
57
σφαλοῦμαι
fut. med. σφάλλομαι
58
ἔσφαξα
aor. act. σφάττω
59
ἐσφάγην
aor. med. σφάττω
60
ἔσφαγμαι
perf. med. σφάττω
61
σφάξω
fut. act. σφάττω
62
ἔσωσα
aor. act. σῴζω
63
ἐσώθην
aor. med. σῴζω
64
σέσωκα
perf. act. σῴζω
65
σέσω(σ)μαι
perf. med. σῴζω
66
σώσω
fut. act. σῴζω
67
ἐτέλεσα
aor. act. τελέω
68
ἐτελέσθην
aor. med. τελέω
69
τετέλεκα
perf. act. τελέω
70
τετέλεσμαι
perf. med. τελέω
71
τελῶ
fut. act. τελέω
72
ἐτάκην
aor. med. τήκομαι
73
τέτηκα
perf. med. τήκομαι
74
ἔτρωσα
aor. act. τιτρώσκω
75
τρώσω
fut. act. τιτρώσκω
76
ἐτρώθην
aor. med. τιτρώσκω
77
τέτρωμαι
perf. med. τιτρώσκω
78
ἐπάταξα
aor. act. τύπτω
79
ἐπλήγην
aor. med. τύπτω
80
πέπληγμαι
perf. med. τύπτω
81
πατάξω
fut. act. τύπτω
82
ἐξεπλήξα
aor. act. ἐκπλήττω
83
ἐξεπλάγην
aor. med. ἐξπλήττομαι
84
ἐκπέπληγμαι
perf. med. ἐξπλήττομαι
85
ἐκπλαγήσομαι
fut. med. ἐξπλήττομαι
86
ἔφησα
aor. act. φήμι/φάσκω
87
φήσω
fut. act. φήμι/φάσκω
88
ἔωσα
aor. act. ὠθέω
89
ὦσα
aor. act. ὠθέω
90
ἐώσθην
aor. med. ὠθέω
91
ἔωσμαι
perf. med. ὠθέω
92
ὤσω
fut. act. ὠθέω
93
ἐπριάμην
aor. act. ὠνέομαι
94
ἐωνήθην
aor. med. ὠνέομαι
95
ἐώνημαι
perf. act. ὠνέομαι
96
ὠνήσομαι
fut. act. ὠνέομαι