Stamtijden A 50-63 memorisatie hulp Flashcards
1
Q
aor. act. λαμβάνω
A
ἔλαβον
2
Q
aor. pas. λαμβάνω
A
ἐλήφθην
3
Q
perf. act. λαμβάνω
A
εἴληφα
4
Q
perf. pas. λαμβάνω
A
εἴλημμαι
5
Q
fut. act. λαμβάνω
A
λήψομαι
6
Q
aor. act. λαγχάνω
A
ἔλαχον
7
Q
aor. pas. λαγχάνω
A
ἐλήχθην
8
Q
perf. act. λαγχάνω
A
εἴληχα
9
Q
perf. pas. λαγχάνω
A
εἴληγμαι
10
Q
fut. act. λαγχάνω
A
λήξομαι
11
Q
aor. act. λανθάνω
A
ἔλαθον
12
Q
perf. act. λανθάνω
A
λέληθα
13
Q
fut. act. λανθάνω
A
λήσω
14
Q
aor. med. ἐπιλανθάνομαι
A
ἐπελαθόμην
15
Q
perf. med. ἐπιλανθάνομαι
A
ἐπιλελήσμαι
16
Q
fut. med. ἐπιλανθάνομαι
A
ἐπιλήσομαι
17
Q
aor. act. λέγω
A
εἶπον, ἔλεξα
18
Q
aor. pas. λέγω
A
ἐρρήθην, ἐλέχθην
19
Q
perf. act. λέγω
A
εἴρηκα
20
Q
perf. med. λέγω
A
εἴρημαι, λέλεγμαι
21
Q
fut. act. λέγω
A
ἐρῶ, λέξω
22
Q
aor. med. διαλέγομαι
A
διελέχθην
23
Q
perf. med. διαλέγομαι
A
διείλεγμαι
24
Q
fut. med. διαλέγομαι
A
διαλέξομαι, διαλεχθήσομαι
25
aor. act. συλλέγω
συνέλεξα
26
aor. med. συλλέγω
συνελέγην
27
perf. act. συλλέγω
συνείλοχα
28
perf. med. συλλέγω
συνείλεγμαι
29
fut. act. συλλέγω
συλλέξω
30
aor. act. ἀπαγορεύω
ἄπειπον
31
aor. med. ἀπαγορεύω
ἀπερρήθην
32
perf. act. ἀπαγορεύω
ἀπείρηκα
33
perf. med. ἀπαγορεύω
ἀπείρημαι
34
fut. act. ἀπαγορεύω
ἀπερῶ
35
aor. act. λείπω
ἔλιπον
36
aor. med. λείπω
ἐλείφθην
37
perf. act. λείπω
λέλοιπα
38
perf. med. λείπω
λέλειμμαι
39
fut. act. λείπω
λείψω
40
aor. med. μαίνομαι
ἐμάνην
41
perf. med. μαίνομαι
μέμηνα
42
aor. act. μανθάνω
ἔμαθον
43
perf. act. μανθάνω
μεμάθηκα
44
fut. act. μανθάνω
μαθήσομαι
45
aor. act. μ(ε)ίγνυμι
ἔμ(ε)ιξα
46
aor. med. μ(ε)ίγνυμι
ἐμίγην, ἐμ(ε)ίχθην
47
perf. med. μ(ε)ίγνυμι
μέμ(ε)ιγμαι
48
fut. act. μ(ε)ίγνυμι
μείξω
49
aor. act. ὄμνυμι
ὤμοσα
50
aor. med. ὄμνυμι
ὠμό(σ)θην
51
perf. act. ὄμνυμι
ὀμώμοκα
52
perf. med. ὄμνυμι
ὀμώμο(σ)μαι
53
fut. act. ὄμνυμι
ὀμοῦμαι
54
aor. act. ὁράω
εἶδον
55
aor. med. ὁράω
ὤφθην
56
perf. act. ὁράω
ἑώρακα
57
perf. med. ὁράω
ἑώραμαι
58
fut. act. ὁράω
ὄψομαι
59
fut. οἶδα
εἴσομαι
60
aor. act. πάσχω
ἔπαθον
61
perf. act. πάσχω
πέπονθα
62
fut. act. πάσχω
πείσομαι
63
aor. act. πείθω
ἔπεισα
64
aor. med. πείθω
ἐπείσθην
65
perf. act. πείθω
πέπεικα
66
perf. med. πείθω
πέπεισμαι
67
fut. act. πείθω
πείσω
68
aor. med. πείθομαι
ἐπείσθην, ἐπιθόμην
69
perf. med. πείθομαι
πέποιθα
70
fut. med. πείθομαι
πείσομαι
71
aor. act. πέμπω
ἔπεμψα
72
aor. med. πέμπω
ἐπέμφθην
73
perf. act. πέμπω
πέπομφα
74
perf. med. πέμπω
πέπεμμαι
75
fut. act. πέμπω
πέμψω
76
aor. med. (ἀνα)πέτομαι
ἀνεπτόμην
77
fut. med. (ἀνα)πέτομαι
ἀναπτήσομαι