NT Greek Vocab - Part 7 Flashcards
αἰδώς
modesty; reverence
ὑγρός
moist; green
ἰκμάς
moisture
στιγμή
moment
κερματιστής
money changer
τραπεζίτης
money changer
ῥυπαρία
moral uncleanness
φωσφόρος
morning star
ὁμολογουμένως
most certainly
ἀμάω
mow
συκάμινος
mulberry-tree
πολυλογία
multitude of words
ἀναίρεσις
murder, killing
ἀνδροφόνος
murderer
συμφωνία
music; band; bagpipe
μουσικός
musical
βλητέος
must be put
κατατομή
mutilation
διήγησις
narrative
φυσικῶς
naturally
κυβέρνησις
navigation; generalship
ἆσσον
nearer
βελόνη
needle
νοσσιά
nest
ἀμφίβληστρον
net
θήρα
net, trap
μηδέποτε
never
νεομηνία
new moon
γλεῦκος
new wine
ἀρτιγέννητος
newborn
νεόφυτος
newly converted
βρόχος
noose
ἀβαρής
not burdensome
ἀγενής
not of noble birth
ἀκατάγνωστος
not to be condemned
ἀνεύθετος
not well placed
τροφός
nurse; mother
αἰσχρότης
obscenity
παρατήρησις
observation
προσκοπή
occasion for taking offense
Ποντικός
of
Ἀδραμυττηνός
of
ἐπάναγκες
of a necessary nature
ἰσόψυχος
of equal spirit
τρίχινος
of hair
ἐλεφάντινος
of ivory
κεραμικός
of or for pottery
προβατικός
of sheep or goats; pertaining to sheep
ἱερόθυτος
offered to idols
ἀπόκριμα
official report
περικάθαρμα
off-scouring
περίψημα
offscouring; most humble servant
γῆρας
old age
πρεσβῦτις
older woman
ἐλαιών
olive grove
ὀκταήμερος
on the eighth day
τεταρταῖος
on the fourth day
δευτεραῖος
on the second day
παραυτίκα
on the spot
πατρολῴας
one who kills his father
μητρολῴας
one who kills his mother
ἄνοιξις
opening
τρῆμα
opening, hole
ἀντιπέρα
opposite
ἄντικρυς
opposite
ἤπερ
or; than
ἐπενδύτης
outer garment
κτήτωρ
owner
χάρτης
papyrus roll
μεμβράνα
parchment
πρόσκλισις
partiality
διέξοδος
parting
πάρεσις
passing over
ὑπέρακμος
past one’s prime
πατρικός
paternal
ἀνεξίκακος
patient
μακροθύμως
patiently
ἀποτίνω
pay damages
καθοράω
perceive, notice
τελείως
perfectly; completely
ἴσως
perhaps, probably
ἐπίορκος
perjurer
ἐπιτροπή
permission
ἀπορία
perplexity
διώκτης
persecutor
προσκαρτέρησις
perseverence
πεισμονή
persuasion
πειθός
persuasive
πιθανολογία
persuasive speech
φιλόσοφος
philosopher
φιλοσοφία
philosophy
περιπείρω
pierce, impale
τρυγών
pigeon, turtledove
προσκεφάλαιον
pillow
ξέστης
pitcher
χῶρος
place
τηλαυγῶς
plainly
φυτεία
plant
προσφιλής
pleasing
ἄροτρον
plow
διθάλασσος
point of land
ἀλίσγημα
pollution
φαντασία
pomp, pageantry
πένης
poor
πενιχρός
poor
ἐνδεής
poor
ἀναβολή
postponement
βρύω
pour forth
κραταιός
powerful; mighty
ὁμότεχνος
practicing the same trade
ἀνθομολογέομαι
praise, thank
εὔφημος
praiseworthy
φυλακτήριον
prayer-band
ἔγκυος
pregnant
πρόκριμα
prejudice
ἑτοιμασία
preparation
πιέζω
press
ἀποθλίβω
press upon, crowd
διακωλύω
prevent
νύσσω
prick
φυσίωσις
pride
προευαγγελίζομαι
proclaim in advance
ἐξαγγέλλω
proclaim, report
καταγγελεύς
proclaimer
ἐξοχή
prominence
συντόμως
promptly; briefly
τεκμήριον
proof
ἀπόδειξις
proof
ἔνδειγμα
proof
ἀναλογία
proportion
εὐπορία
prosperity
ἐπισιτισμός
provisions
παροργισμός
provocation
προκαλέω
provoke, challenge
φρονίμως
prudently, shrewdly
ἐπιτιμία
punishment
ἁγνῶς
purely
διακαθαίρω
purge, clean out
ἁγνισμός
purification
ἐμβιβάζω
put in
καταλέγω
put on a list
περίθεσις
putting on
ἔνδυσις
putting on
ἐρίζω
quarrel, wrangle
ἤρεμος
quiet
ἔκδηλος
quite evident, plain
ὄμβρος
rainstorm
ἀντίλυτρον
ransom
ῥιπή
rapid movement
μενοῦν
rather
φάραγξ
ravine; valley
στασιαστής
rebel, revolutionary
ἐπιπλήσσω
rebuke, reprove
λῆμψις
receiving
προσφάτως
recently
ἀμοιβή
recompense
ἀνάβλεψις
recovery of sight
σκύβαλον
refuse, garbage
ἡγεμονία
reign; rule
ἀπόβλητος
rejected
λύσις
release, separation
δεισιδαιμονία
religiosity
θρῆσκος
religious
ὑπόλειμμα
remainder
ἀπέκδυσις
removal
φάσις
report, news
ὄνειδος
reproach
ἔλεγξις
reproving
ἐπερώτημα
request
ἀποκατάστασις
restoration
ἐξανάστασις
resurrection
ἔγερσις
resurrection
ἱεροπρεπής
reverent, venerable
ἀνταπόδοσις
reward
τιμιότης
richness
αἴνιγμα
riddle; indirectly
δικαιοκρισία
righteous judgment
δακτύλιος
ring
ἐξηχέω
ring out
μυκάομαι
roar
ἱεροσυλέω
rob temples
συλάω
rob, sack
σπιλάς
rock, a reef
κυλισμός
rolling
οἴκημα
room
πήγανον
rue
κατατρέχω
run down
εἰστρέχω
run in
ὑποτρέχω
run; sail under the lee of
κωμόπολις
rural town
ἐκπηδάω
rush out; live
ἱερόσυλος
sacrilegious person
στηριγμός
safe position
παραπλέω
sail past
διαπλέω
sail through
πτύσμα
saliva
ἁλυκός
salty
σάπφιρος
sapphire
σαρδόνυξ
sardonyx
πλησμονή
satiety