NT Greek Vocab - Part 6 Flashcards
συμφυλέτης
compatriot
μεμψίμοιρος
complaining about one’s lot
μομφή
complaint
ὁλοτελής
complete
ἄρτιος
complete, capable
ἀπαρτισμός
completion
ἐκπλήρωσις
completion
εὐπειθής
compliant, obedient
συγκαλύπτω
conceal
κενόδοξος
conceited
συγγνώμη
concession
καταδίκη
condemnation
ἐπιθανάτιος
condemned to death
διαταράσσω
confuse
σύγχυσις
confusion, tumult
παραμύθιον
consolation
συνωμοσία
conspiracy, plot
διαπαρατριβή
constant friction
εὐπάρεδρος
constantly in service
ἐνδώμησις
construction
ἀπόχρησις
consuming
ἀγγεῖον
container
ἄγγος
container
κατοπτρίζω
contemplate something
ἐπαγωνίζομαι
contend
διαμάχομαι
contend sharply
περιοχή
content of a text
φιλόνεικος
contentious
διατελέω
continue, remain
ἀντίθεσις
contradiction
ὀπτός
cooked
καταψύχω
cool off, refresh
σειρά
cord, rope
δαπάνη
cost
γερουσία
council of elders
σύμβουλος
counselor
θάρσος
courage
σπεκουλάτωρ
courier
ἀνεψιός
cousin
ἐπικάλυμμα
cover
τεφρόω
cover with
σκέπασμα
covering
δειλία
cowardice
κυβεία
craftiness
ῥᾳδιούργημα
crime
κόραξ
crow
ἀλεκτοροφωνία
crowing of a rooster
βοή
cry (out), shout
ἀναβοάω
cry out
καλλιέλαιος
cultivated olive tree
κύμινον
cummin
κατάθεμα
curse
ἀρά
curse
κύμβαλον
cymbal
σικάριος
dagger man, assassin
καθημερινός
daily
αὐχμηρός
dark; gloomy
αὐγή
dawn
θανάσιμος
deadly
θανατηφόρος
death-dealing
συζητητής
debater
δόλιος
deceitful
φρεναπάτης
deceiver
ἐπικρίνω
decide
διάγνωσις
decision
βυθός
deep water; deep
δυσφημία
defamation, slander
ῥυπαίνω
defile, pollute
μιασμός
defilement
μολυσμός
defilement
θεότης
deity
συνήδομαι
delight in
δημηγορέω
deliver a public address
ἀναδίδωμι
deliver, hand over
δαίμων
demon
δαιμονιώδης
demonic
ἀνάλυσις
departure
ἄφιξις
departure
ἔκγονος
descendants
κατάβασις
descent; slope
ἀρεσκεία
desire to please
στυγητός
despicable
καταφρονητής
despiser, scoffer
ὀλοθρευτής
destroyer
βδελυκτός
detestable
φιλόθεος
devout
δεισιδαίμων
devout, religious
ὁσίως
devoutly
ἄλλως
differently
ἑτέρως
differently, otherwise
δύσκολος
difficult
ῥύπος
dirt; dark juice; uncleanness
αἴσθησις
discernment
ἀπελεγμός
discredit
ἄτακτος
disorderly
φιλονεικία
dispute
λογομαχία
dispute about words
περιφρονέω
disregard, despise
διαμερισμός
dissension, disunity
ἀγωνία
distress
διανέμω
distribute
μεσότοιχον
dividing wall
πύθων
divination
χρηματισμός
divine response
θειότης
divinity, divine nature
πραγματεύομαι
do business, trade
ἀγαθοποιός
doing good
ποίησις
doing; creation
κατασύρω
drag
ἐξέλκω
drag away
ἐνύπνιον
dream
κραιπάλη
drinking bout
πότος
drinking party
ἀπελαύνω
drive away
ἐκδιώκω
drive out; persecute
θρόμβος
drops
οἰνοφλυγία
drunkenness
κατοίκησις
dwelling
κατοικία
dwelling place
δυσεντέριον
dysentery
ἐκτενής
eager
πρόϊμος
early
ὀρθρινός
early in the morning
ἐκτένεια
earnestness
κέραμος
earthenware vessel; roof tile
συναλίζω
eat (salt) with
βρώσιμος
eatable
σητόβρωτος
eaten by moths
σκωληκόβρωτος
eaten by worms
κλισία
eating group
ὄλυνθος
edible fruit of the wild fig
ᾠόν
egg
ἤτοι
either … or
γέρων
elderly/old man
εὐσχημοσύνη
elegance
λόγιος
eloquent; learned, cultured
ἀλλαχοῦ
elsewhere
συμπεριλαμβάνω
embrace
σμάραγδος
emerald
κενοδοξία
empty conceit; delusion
συμπαρακαλέω
encourage together
σωφρονίζω
encourage, urge
παραμυθία
encouragement, comfort
τελευτή
end; death
ἀπέραντος
endless
στρατολογέω
enlist soldiers
δουλαγωγέω
enslave, subjugate
ἐμβατεύω
enter
καθόλου
entirely
ἐφφαθά
ephphatha
ἰσότιμος
equal, like
σκευή
equipment
καταρτισμός
equipping
ἐθνάρχης
ethnic leader
προσάββατον
eve of the sabbath
ἀκμήν
even yet
πανταχῇ
everywhere
ἀκριβής
exact, strict
ἀκρίβεια
exactness, precision
δεῖγμα
example
ὑπογραμμός
example
ἐξορκιστής
exorcist
φράζω
explain, interpret
ἐπίλυσις
explanation
ἔκθετος
exposed
ῥητῶς
expressly
παρατείνω
extend, prolong
διασείω
extort
ἐσχάτως
extremely
κολλούριον
eye salve
αὐτόπτης
eyewitness
ἐπόπτης
eyewitness
πλαστός
fabricated, false
αἱρετικός
factious
ἀποψύχω
faint; die
ὀλιγόψυχος
faint-hearted
εὐδία
fair weather
ἀσύνθετος
faithless
ψευδαπόστολος
false apostle
ψευδοδιδάσκαλος
false teacher
ψευδώνυμος
falsely bearing a name
δολόω
falsify, adulterate
κλέος
fame
ἔπαυλις
farm, homestead
ἄσιτος
fasting
πενθερός
father-in-law
πιότης
fatness
σιτιστός
fattened
σαίνω
fawn upon, flatter
πτηνός
feathered, winged
συμμαθητής
fellow disciple
συμπρεσβύτερος
fellow elder
συμμιμητής
fellow imitator
σύσσωμος
fellow members of the body
συμπολίτης
fellow-citizen
μαθήτρια
female disciple
γυναικεῖος
feminine
χάραξ
fence
ἐγκαίνια
festival of rededication
γεώργιον
field