NT Greek Vocab - Part 3 Flashcards
μετασχηματίζω
transform; change
γαζοφυλάκιον
treasury
τρόμος
trembling
φόρος
tribute, tax
ἅρπαξ
vicious
παραβάτης
violator
ἀρετή
virtue
κῦμα
wave
εὖ
well; good
καθεξῆς
what follows
ληνός
winepress
πτέρυξ
wing
ἐκμάσσω
wipe
πορφυροῦς
a fisher for purple fish; purple
ἐπίβλημα
a housecoat; housecoat
ἄτοπος
absurd; improper
πλουσίως
abundantly
κατήγορος
accuser
ἀλάβαστρος
alabaster flask
ἀπόκρισις
answer
ἀποστολή
apostleship
καθό
as; in so far as
ὅλως
at all
σύνδεσμος
band; bond
στεῖρα
barren
ὡραῖος
beautiful
κραταιόω
become strong
ὠφέλιμος
beneficial
πρωτοκαθεδρία
best seat
ὠδίν
birth pains
ἐπισκοπή
bishop; visitation
κατακαυχάομαι
boast; to boast
κλῆμα
branch
πλάτος
breadth
κατάγνυμι
break
διορύσσω
break through, break in
μετακαλέω
call, summon
ἅρμα
chariot
στῆθος
chest; breast
ψυχρός
cold
γογγυσμός
complaining
παραμυθέομαι
console, cheer up
προσήλυτος
convert
στέγω
cover; endure
κτίσμα
creature
κακοῦργος
criminal, evil-doer
κυλλός
crippled
σκολιός
crooked
ἐπιφωνέω
cry out
πῆχυς
cubit; ell
βαθύς
deep
μετοικεσία
deportation;
ὄλεθρος
destruction
εὐλαβής
devout
βάπτω
dip, dip in
ἄτιμος
dishonored; insignificant
στενοχωρία
distress
κακοποιέω
do wrong
κυνάριον
dog
οἰκέτης
domestic slave
κτῆνος
domesticated animal; animal
περισσῶς
exceedingly
ἐκτίθημι
expose, abandon
σουδάριον
facecloth
πόρρω
far; far off
φραγμός
fence
πέμπτος
fifth
σῦκον
fig
μάχη
fighting, quarrels
ποίμνη
flock
κατακλυσμός
flood, deluge
ἄνθος
flower
ἀφροσύνη
foolishness
πάροικος
foreigner
θεμέλιον
foundation
τετρακόσιοι
four hundred
ἄρωμα
fragrant spice
κάμινος
furnace
περισσεία
gain; advantage
θυρωρός
gatekeeper
πραΰς
gentle
γνήσιος
genuine
δόμα
gift
ἔνδοξος
glorious
συμπορεύομαι
go with; flock
ἀγαθωσύνη
goodness
πλεονέκτης
greedy
χλωρός
green
χάλαζα
hail
ἁλληλουϊά
hallelujah
ἐλεάω
have mercy on
κάλυμμα
head-covering, veil
ἀκροατής
hearer
λάχανον
herb, vegetable
αὐτοῦ
here; there
μέλι
honey
σεμνός
honorable
ταπείνωσις
humiliation
εἰδωλολατρία
idolatry
ἄγνοια
ignorance
ταμεῖον
inner room
συνετός
intelligent
βούλημα
intention; will
ἴασπις
jasper
ἀμνός
lamb
ἐκδίδωμι
lease
ἀριστερός
left
λεγιών
legion
δανείζω
lend; borrow
καθίημι
let down
ἀκρίς
locust
μακρός
long; far away
ζημία
loss
κιθάρα
lyre
χοϊκός
made of earth
μωραίνω
make foolish
φάτνη
manger, crib
μεσονύκτιον
midnight
μύλος
millstone
βαλλάντιον
money-bag
κράτιστος
most excellent
θρηνέω
mourn
σμύρνα
myrrh; smyrna
ῥύμη
narrow street
γείτων
neighbor
ἐνενήκοντα
ninety
οὐδέπω
not yet
ὑποταγή
obedience; subjection
ἔνδειξις
omen; proof
ἐθνικός
pagan
πόνος
pain
συγκοινωνός
participant, partner
μαλακός
passive homosexual partner
ψωμίον
piece of bread
στῦλος
pillar
ἀρεστός
pleasing
ἐπιβουλή
plot
δῆμος
popular assembly
στοά
portico
κτῆμα
possession; landed property
παρασκευάζω
prepare
δεσμωτήριον
prison
λάθρᾳ
privately
γέννημα
produce
γένημα
product
σώφρων
prudent
δημόσιος
public
πορφύρα
purple
βασίλισσα
queen
λαγχάνω
receive; cast lots
καταλλαγή
reconciliation
ἑρπετόν
reptile
ὀρθῶς
rightly
πετρώδης
rocky, stony
ἀποκυλίω
roll away
ὑπερῷον
room upstairs
κανών
rule
σάκκος
sackcloth
ἀποπλέω
sail away
συναρπάζω
seize
ἐγκράτεια
self control; self-control
ἑπτάκις
seven times
ἐκτινάσσω
shake off/out
κατασείω
shake, wave; motion
αἰσχρός
shameful
ἡσυχία
silence; quietness
ἄφωνος
silent
ἁμάρτημα
sin
λέπρα
skin disease
κρανίον
skull
βλάσφημος
slandering; blaspheming
στρουθίον
sparrow
περιί̈στημι
stand around; avoid
ἀνακύπτω
stand erect/tall
κέντρον
sting; a goad
ἱμάς
strap; thong
ἐπιστηρίζω
strengthen
δαμάζω
subdue
γλυκύς
sweet
συμπαραλαμβάνω
take along with
κῆνσος
tax
τετραάρχης
tetrarch
θορυβέω
throw into disorder
συμβουλεύω
to advise
ἐκθαμβέω
to amaze
μαθητεύω
to be a disciple
εἴωθα
to be accustomed
εἰρηνεύω
to be at peace
ἀντέχω
to be devoted to
διαπορέω
to be greatly perplexed
κινδυνεύω
to be in danger
μεταμορφόω
to be transformed
ἀποκεφαλίζω
to behead
κάμπτω
to bend
προσάγω
to bring
καταφέρω
to bring down
καυματίζω
to burn up
μοιχάω
to commit adultery
ὀρχέομαι
to dance
ἀναθεματίζω
to devote