Αίσθημα, αισθήματα (Emotions) Flashcards
Conversations around emotions and state of being.
- I don’t care.
- I don’t care about you anymore.
- I care (v)
- Δεν με νοιάζει.
- Δεν νοιάζομαι για εσένα πλέον.
- νοιάζομαι, θα νοιαστώ, νοιάστηκα, νοιαζόμουν(α), νοιάσου/νοιάξου, νοιαστείτε, νοιάζεστε
- May you live happily
- the happiness (n)
- happy, blissful, content, jolly (adj)
- Να ζείτε ευτυχησμένοι!!
- η ευτυχία, ευτυχιών
- ο ευτυχισμένος, η ευτυχισμένη, οι ευτυχισμένοι, το ευτυχισμένο, του ευτυχισμένου, τα ευτυχισμένα
- feeling, sentiment (n)
- The emotion, feeling, sense, boyfriend, girlfriend, partner, spouse, love interest (n)
- το συναίσθημα, του συναισθήματος, τα συναισθήματα, των συναισθημάτων
- το αίσθημα, του αισθήματος, τα αισθήματα, των αισθημάτων
- I’m feeling a bit sad today.
- sadly (adv)
- sorrowful, sad (adj)
- Είμαι λίγο λυπημένος σήμερα.
- δυστυχώς
- ο λυπημένος, η λυπημένη, το λυπημένο
- The politicians don’t care about the people.
- the human, person, individual (n)
- Οι πολιτικοί δεν νοιάζονται για τους ανθρώπους.
- ο άνθρωπος, του ανθρώπου, τον άνθρωπο, άνθρωπε, οι άνθρωποι, των ανθρώπων, τους ανθρώπους, άνθρωποι
Nature doesn’t care about you.
Η φύση δεν νοιάζεται για σένα.
- As you can guess, today’s lesson is about emotions.
- like, such as, as, however (adv, conj, prep)
- today, current, modern, present-day (adj)
- dedicated (adj)
- Όπως καταλαβένετε, το σημερινό μάθημα είναι αφιερωμένο στα συναισθήματα.
- όπως
- ο σημερινός, η σημερινή, το σημερινό
- ο αφιερωμένος, η αφιερωμένη, το αφιερωμένο
- I’m really excited about your gift guys! I have been looking tickets for this concert for a long time now!
- concert (n)
- excited, enthusiastic (adj)
- Είμαι πραγματικά ενθουσιασμένος με το δώρο σας, παιδιά! Εισιτήρια για αυτή τη συναυλία έψαχνα καιρό τώρα!
- η συναυλία, οι συναυλίες, των συναυλιών
- ο ενθουσιασμένος, των ενθουσιασμένων, η ενθουσιασμένη, το ενθουσιασμένο
These words can not accurately express what we really feel.
Αυτές οι λέξεις δεν μπορούν να εκφράζουν με ακρίβεια αυτό που πραγματικά νιώθουμε.
In one of my previous videos.
Σε ένα προηγούμενο βιντεό μου.
We will learn new words related to these feelings.
Θα μάθουμε πολλές καινούργιες λέξεις που έχουν σχέση με αυτά τα συναισθήματα.
Let’s start from positive emotions.
Πάμε να ξεκινήσουμε από θετικά συναισθήματα.
*Why do you hate me?
* hate (v)
- Γιατί με μισείς;
- μισώ, θα μισήσω, μίσησα, μισούσα, μίσησε, μισήστε, μίσει, μισείτε, μισώντας
hate (v)
I was saying “I hate my life”!
Έλεγα «Μισώ τη ζωή μου»!
- She was so angry.
- Angry (adj)
- Ήταν τόσο θυμωμένη.
- ο θυμωμένος, των θυμωμένων, η θυμωμένη, οι θυμωμένες, το θυμωμένο, του θυμωμένου
I hope you are not angry with me.
Ελπίζω να μην είσαι θυμωμένος μαζί μου.
- I’m dreading tonight’s party. I won’t know anybody there.
- Shake, shiver, tremble, dread, fear (v)
- Το τρέμω αποψινό πάρτυ. Δε θα ξέρω κανέναν εκεί.
- τρέμω, θα τρέμω, έτρεμα, τρέμε, τρέμετε, τρέμοντας
The dread, fright, terror, horror (n)
ο τρόμος, του τρόμου, τρόμε, οι τρόμοι, των τρόμων, τους τρόμους
I dread, fear, shake, tremble (v)
- τρέμω, τρέμεις, τρέμει, τρέμουμε, τρέμετε, τρέμουν(ε)
- θα τρέμω
- έτρεμα, έτρεμες, έτρεμε, τρέμαμε, τρέματε, έτρεμαν
- τρέμε, τρέμετε
- τρέμοντας
dreadful (adj)
ο τρομερός, η τρομερή, το τρομερό
terrified, horrified, terrorized (adj)
- ο τρομοκρατημένος, των τρομοκρατημένων
- η τρομοκρατημένη, οι τρομοκρατημένες
- το τρομοκρατημένο, του τρομοκρατημένου
terrorist (n)
ο τρομοκράτης, του τρομοκράτη, οι τρομοκράτες, των τρομοκρατών
- I’m feeling bad today.
- badly (adv)
- ugly, bad (adj)
- Νιώθω άσχημα σήμερα.
- άσχημα
- ο άσχημος, η άσχημη, το άσχημο
- She really hurt my feelings.
- hurt, injure, wound, break heart (v)
- Πραγματικά πλήγωσε τα συναισθήματά μου.
- πληγώνω
- annoyance, disturbance (n)
- annoyed, annoying (adj)
- annoying, disturbing, bothersome, inconvenient, pain in the ass (adj)
- annoy (v)
- being annoyed (pv)
- η ενόχληση, της ενόχλησης, οι ενοχλήσεις, των ενοχλήσεων
- ο ενοχλημένος, των ενοχλημένων, η ενοχλημένη, το ενοχλημένο
- ο ενοχλητικός, η ενοχλητική, το ενοχλητικό
- ενοχλώ, θα ενοχλήσω, ενόχλησα, ενοχλούσα, ενόχλησε, ενοχλήστε, ενοχλείτε, ενοχλώντας
- ενοχλούμαι, θα ενοχληθώ, ενοχλήθηκα, ενοχλούμουν, ενοχλήσου, ενοχληθείτε, ενοχλείστε, ενοχλούμενος
It makes me happy.
Με κάνει χαρούμενο.
I cannot imagine.
Δεν μπορώ να φανταστώ.
It makes me happy.
Με κάνει χαρούμενο.
I didn’t want to scare you.
Δεν ήθελα να σε τρομάξω.