Εξάσκηση Λεξιλογίου 1 Flashcards

1
Q
  • Style, manner (n)
  • “The way of running was slow”
A
  • ο τρόπος, του τρόπου, τρόπε, των τρόπων
  • “ο τρόπος τρεξίματος ήταν αργός”
How well did you know this?
1
Not at all
2
3
4
5
Perfectly
2
Q
  • If only, I wish (interj)
  • blissful, happy, blessed, calm, serene (adj)
A
  • Μακάρι
  • ο μακάριος, του μακάριου, η μακάρια, της μακάριας, οι μακάριες, των μακάριων
How well did you know this?
1
Not at all
2
3
4
5
Perfectly
3
Q
  • The conquer, win, domination, achievement (n)
  • The Conqueror (n)
  • Inhabited, occupied (adj)
  • I conquer (v)
  • I’m being conquered (v)
A
  • η κατάκτηση
  • ο κατακτητής, οι κατακτητές,
    των κατακτητών
  • ο κατοικημένος, η κατοικημένη, οι κατοικημένες, των κατοικημένων
  • κατακτάω, θα κατακτήσω, κατάκτησα/κατέκτησα, κατακτούσα, κατακτώντας
  • κατακτιέμαι, θα κατακτηθώ, κατακτήθηκα, κατακτιόμουν(α)
How well did you know this?
1
Not at all
2
3
4
5
Perfectly
4
Q
  • naturalism (n)
  • Physics (n)
  • The Natural, normal, phsysiological (adj)
  • The natural, physical, psysicist (adj)
  • of course, sure as hell (adv)
  • Normally, naturally (adv)
A
  • η φυσικότητα, της φυσικότητας, οι φυσικότητες, των φυσικοτήτων
  • η φυσική
  • ο φυσιολογικός, η φυσιολογική, οι φυσιολογικές
  • ο φυσικός, η φυσική, οι φυσικηές,
  • φυσικά
  • φυσιολογικά
How well did you know this?
1
Not at all
2
3
4
5
Perfectly
5
Q
  • Top, peak (n)
  • top, leading, best, awesome (adj)
  • The peaked one (adj)
  • I peak, rise (v)
  • I peak, climax (v)
A
  • η κορυφή
  • ο κορυφαίος, η κορυφαία, οι κορυφαίες, το κορυφαίο, του κορυφαίου
  • ο κορυφωμένος, η κορυφωμένη, οι κορυφωμένες, τα κορυφωμένα, των κορυφωμένων
  • κορυφώνω, θα κορυφώσω, κορύφωσα, κορύφωνα, κορυφώνοντας
  • κορυφώνομαι, θα κορυφωθώ, κορυφώθηκα, κορυφωνόμουν(α)
How well did you know this?
1
Not at all
2
3
4
5
Perfectly
6
Q
  • Light (light, eyesight, glow, radiance, glint, halo) (n)
  • Fire, blaze, light (n)
  • the lighting, illumination (n)
  • Lamp, fixture, light (n)
A
  • το φως, του φωτός, τα φώτα, των φώτων
  • Η Φωτιά, οι φωτιές
  • ο φωτισμός
  • το φωτιστικό
How well did you know this?
1
Not at all
2
3
4
5
Perfectly
7
Q
  • lamp, light fixture (n)
  • the lit, enlightened, illuminated one (adj)
  • The bright, vibrant, luminous, radiant (adj)
  • I light, illuminate, light up (v)
A
  • το φωτιστικό
  • ο φωτισμένος, η φωτισμένη, των φωτισμένων
  • ο φωτεινός
  • φωτίζω, θα φωτίσω, φώτισα, φώτιζα, φωτίζοντας
How well did you know this?
1
Not at all
2
3
4
5
Perfectly
8
Q
  • The differentiation (n)
  • Different, unique (adj)
  • Differently (adv)
  • I differentiate (v)
A
  • Η διαφόριση, οι διαφορίσεις, των διαφορίσεων
  • Διαφορετικός
  • Διαφορετικά
  • διαφορίζω, θα διαφορίσω, διαφόρισα, διαφόριζα, διαφορίζοντας
How well did you know this?
1
Not at all
2
3
4
5
Perfectly
9
Q
  • Necessary, essential, required (adj)
  • necessarily, essentially, the basics (adv)
A
  • Απαραίτητος
  • απαραίτητα
How well did you know this?
1
Not at all
2
3
4
5
Perfectly
10
Q
  • I Bear with, tolerate (v)
  • “Sorry, but I can’t tolerate this behavior”
A
  • ανέχομαι, θα ανεχτώ, ανέχτηκα, ανεχόμουν(α), ανεχόμενος
  • “Συγγνώμη, αλλά δεν ανέχομαι αυτήν τη συμπεριφορά.”
How well did you know this?
1
Not at all
2
3
4
5
Perfectly
11
Q
  • the level, plane, layer (n)
  • flat, plane, level (adj)
A
  • το επίπεδο, του επιπέδου/επίπεδου, των επιπέδων
  • ο επίπεδος, του επίπεδου, των επίπεδων, η επίπεδη, οι επίπεδες
How well did you know this?
1
Not at all
2
3
4
5
Perfectly
12
Q
  • the age (n)
  • elderly, old (adj)
  • aged (adj)
A
  • η ηλικία, των ηλικιών
  • ο ηλικιωμένος
  • ο ηλικακός
How well did you know this?
1
Not at all
2
3
4
5
Perfectly
13
Q
  • age-wise (adv)
  • I’m getting old (v)
A
  • ηλικιακά
  • ηλικιώνομαι, θα ηλικιωθώ, ηλικιώθηκα, ηλικιωνόμουν(α)
How well did you know this?
1
Not at all
2
3
4
5
Perfectly
14
Q
  • the forest (n)
  • forestry (science) (n)
  • forester, ranger, groundskeeper, warden (n)
  • wooded, woodsy, forested (adj)
  • forester (adj)
A
  • το δάσος, του δάσους, το δάσος, τα δάση, των δασών, τα δάση
  • η δασολογία, των δασολογιών
  • ο δασοφύλακας, του δασοφύλακα, τον δασοφύλακα, των δασοφυλάκων, τους δασοφύλακες
  • ο δασώδης, του δασώδους, τον δασώδη, οι δασώδεις, των δασωδών, τους δασώδεις, η δασώδης, της δασώδους, τη δασώδη, το δασώδες, του δασώδους, τα δασώδη
  • ο δασομονικός
How well did you know this?
1
Not at all
2
3
4
5
Perfectly
15
Q
  • the danger, risk, jeopardy, hazard, peril (n)
  • risk assessment (n)
  • risky (adj)
  • dangerous, risky, hazardous (adj)
A
  • ο κίνδυνος, του κινδύνου, των κινδύνων
  • η κινδυνολογία, των κινδυνολογιών
  • ο κινδυνολογικός
  • ο επικίνδυνος, των επικίνδυνων
How well did you know this?
1
Not at all
2
3
4
5
Perfectly
16
Q
  • dangerously, riskily (adv)
  • I’m in danger, at risk, in trouble (v)
  • “Call the lifeguard! - my son’s in trouble and I can’t swim!”
A
  • επικίνδυνα
  • κινδυνεύω, θα κινδυνέψω, κινδύνεψα, κινδύνευα, κινδυνεύοντας
  • “Φωνάξτε τον ναυαγοσώστη! Ο γιος μου κινδυνεύει και εγώ δεν ξέρω να κολυμπάω!”
How well did you know this?
1
Not at all
2
3
4
5
Perfectly
17
Q
  • the king (n)
  • the queen (n)
  • kingdom, realm, monarchy (n)
  • regal, royal, queenly, basil, magestic (adj)
  • I reign, reign over, rule, sink (v)
A
  • ο βασιλιάς, του βασιλιά, οι βασιλιάδες, των βασιλιάδων
  • η βασίλισσα, της βασίλισσας, οι βασίλισσες, των βασιλισσών
  • το βασίλειο, του βασίλειου/βασιλείου, των βασιλείων
  • ο βασιλικός
  • βασιλεύω, θα βασιλέψω, βασίλεψα, βασίλευα, βασιλεύοντας
18
Q
  • the threat, menace
  • I threaten
  • I’m threatened
A
  • η απειλή - the threat, menace
  • απειλώ - I threaten, θα απειλήσω, απείλησα, απειλούσα, απειλώντας
  • απειλούμαι - i’m threatened, θα απειληθώ, απειλήθηκα, απειλούμουν
19
Q
  • confidentiality (n)
  • confidential, private, secret (adj)
  • confidentially, in confidence, privately, secretly (adv)
  • Trust, confide in entrust, confide (v)
A
  • η εμπιστευτικότητα, της εμπιστευτικότητας, των εμπιστευτικοτητών
  • ο εμπιστευτικός, η εμπιστευτική
  • εμπιστευτικά
  • Εμπιστεύομαι, θα εμπιστευτώ/θα εμπιστευθώ, εμπιστεύτηκα/εμπιστεύθηκα, εμπιστευόμουν(α)
20
Q
  • faith, confidence, trust (n)
  • trusted, liable, dependable, trustworthy (adj)
A
  • η εμπιστοσούνη
  • ο έμπιστος, του έμπιστου, των έμπιστων
21
Q
  • high school (n)
  • high school student (adj)
  • pre-highschool student (adj)
A
  • το λύκειο, του λυκείου, των λυκείων
  • ο λυκειακός, η λυκειακή, των λυεκειακών
  • ο προλυκειακός, η προλυκειακή, προλυκειακών
22
Q
  • uknown, unnamed, undisclosed, stranger, unfamiliar (adj)
  • unrecognizable (adj)
A
  • ο άγνωστος, του άγνωστου, η άγνωστη, η άγνωστες, των άγνωστων
  • ο αγνώριστος, η αγνώριστη, οι αγνώριστες, των αγνώριστων
23
Q
  • the vessel, ship, yacth (n)
  • the tub, basin, washtub, shipping (n)
  • the digging (n)
  • I dig, excavate, gouge, burrow, delve in (v)
A
  • το σκάφος, του σκάφους, τα σκάφη, των σκαφών
  • η σκάφη, οι σκάφες
  • το σκάψιμο, του σκαψίματος, τα σκαψίματα, των σκαψιμάτων
  • σκάβω, θα σκάψω, έσκαψα, έσκαβα, σκάβοντας
24
Q
  • The sin, shame (n)
  • the sinner, sinful, evildoer, impure, indulgent (adj)
  • I commit a sin, transgress, do wrong (v)
A
  • Η Αμαρτία, οι αμαρτίες
  • o αμαρτωλός, η αμαρτωλή, οι αμαρτωλές
  • αμαρτάνω/αμαρταίνω, θα αμαρτήσω, αμάρτησα, αμάρτανα/αμάρταινα, αμάρτησε, αμαρτήστε
25
Q
  • the observation, comment, remark, note, criticism (n)
  • the observatory, lookout, watchtower, overlook (n)
  • observer, watcher, inspector, stargazer (n)
  • observant, watchful, sharp, have an eye for something (n)
  • I observe, notice, look (v)
  • I’m being observed, I’m being noticed (v)
A
  • η παρατήρηση, οι παρατηρήσεις, των παρατηρήσεων
  • το παρατηρητήριο, του παρατηρητήριου, τα παρατηρητήρια, των παρατηρητήριων
  • ο παρατηρητής, του παρατηρητή, οι παρατηρητές, των, παρατηρητών
  • ο παρατηρητικός, η παρατηρητική, οι παρατηρητικές
  • Παρατηρώ, θα παρατηρήσω, παρατήρησα, παρατηρούσα
  • παρατηρούμαι, θα παρατηρηθώ, παρατηρήθηκα, παρατηρούμουν, παρατηρήσου, παρατηρηθείτε
26
Q
  • the oddity, quirk, weirdness (n)
  • Strange, odd, weird (adj)
  • puzzled, surprised, astonished, baffled (adj)
  • I weird out, surprise, astonish (v)
  • I’m being surprised, weirded out, puzzled (v)
A
  • η παραξενιά, οι παραξενιές, των παραξενιών
  • Ο παράξενος, η παράξενη, το παράξενο
  • ο παραξενεμένος, των παραξενεμένων, η παραξενεμένη, οι παραξενεμένες
  • παραξενεύω, θα παραξενέψω, παραξένεψα, παραξένευα, παραξένεψε, παραξενέψτε
  • παραξενεύομαι, θα παραξενευτώ, παραξενεύτηκα, παραξενευόμουν, παραξενευτείτε
27
Q
  • silence, quiet (n)
  • subdued, mute, unvoiced, silent, soundless (adj)
  • silently, quietly, without a word (adv)
  • Silence, hush, be quiet (v)
A
  • η σιωπή, οι σιωπές, των σιωπών
  • ο σιωπηλός, του σιωπηλού, η σιωπηλή, οι σιωπηλές, των σιωπηλών
  • σιωπηλά, σιωπηρά
  • Σωπαίνω, θα σωπάσω, σώπασα, σώπαινα, σώπασε, σωπάστε
28
Q
  • temporality, ephemerality, impermanence (n)
  • temporarily, for now, tentatively (adj)
  • temporarily, for now, tentatively (adv)
A
  • η προσωρινότητα, οι προσωρινότητες, των προσωρινοτήτων
  • ο προσωρινός, η προσωρινή, το προσωρινό, των προσωρινών
  • προσωρινά
29
Q
  • earth, land, soil, ground (n)
  • earthly, wordly, earthling (adj)
  • indigenous, native, aboriginal (adj)
A
  • η γη, της γης, οι γαίες, των γαιών
  • ο γήινος, του γήινου, των γήιων, η γήινη, οι γήινες
  • ο γηγενής, του γηγενούς, τον γηγενή, οι γηγενείς, των γηγενών, τους γηγενούς, η γηγενής, της γηγενούς, τη γηγενή, οι γηγενείς, τις γηγενείς, το γηγενές, του γηγενούς, τα γηγενή
30
Q
  • the poverty, destitution, gutter (n)
  • poor, meager, bad off (adj)
  • poorly (adv)
  • become poor, grow poorer (v)
A
  • η φτώχεια/φτώχια, της φτώχειας, οι φτώχειες
  • ο φτωχός, του φτωχού, η φτωχή & φτωχιά, οι φτωχές, το φτωχό, τα φτωχά
  • φτωχά
  • φτωχαίνω, θα φτωχύνω, φτώχυνα, φτώχαινα, φτώχυνε, φτωχύνετε
31
Q
  • the illness, sickness, disease (n)
  • Ill, sick, unhealthy, patient (adj)
  • I become sick, get sick, sicken (v)
A
  • η αρρώστια, της αρρώστιας, οι αρρώστιες
  • ο άρρωστος, η άρρωστη, το άρρωστο
  • αρρωσταίνω, θα αρρωστήσω, αρρώστησα, αρρώσταινα, αρρώστησε, αρρωστήστε
32
Q
  • the surprise, amazement, astonishment, miracle, treat (n)
  • amazingly, astonishingly, wonderfully, fantastically, suprisingly, divinely (adv)
  • surprised, amazed, astonished (adj)
  • I surprise, amaze, astonish (v)
  • I’m surprised, amazed, astonished, stunned (v)
A
  • η έκπληξη, οι εκπλήξεις, των εκπλήξεων
  • εκπληκτικά
  • ο έκπληκτος, η έκπληκτη, οι έκπληκτες, των έκπληκτων
  • εκπλήσσω, θα εκπλήξω, εξέπληξα, εξέπλησσα, έκπληξε, εκπλήξετε
  • εκπλήσσομαι, θα εκπλαγώ, εκπλάγηκα, εκπλησσόμουν, εκπλήσσου, εκπλήσσεστε
33
Q

Suffer

A

Παθαίνω, θα πάθω, έπαθα, πάθαινόμουν

34
Q

Die

A

Πεθαίνω, θα πεθάνω, πέθανα, πέθαινα

35
Q

Break, fracture

A

Σπάω, θα σπάσω, έσπασα, έσπαγα

36
Q

Stripe, striped

A

Η ρίγα (ουσιαστικά), ριγέ (επίθετο), ρίγες(πλ.)

37
Q

I worry

A

Ανησυχώ, θα ανησυχήσω, Ανησύχησα, ανησυχούσα

38
Q

Awful, crappy (n)

A

Το χάλι, τα χαλιά

39
Q

Regret

A

Η τύψη, οι τύψεις

40
Q

The sacrifice

A

Η θυσία, οι θυσίες

41
Q

Suddenly, all of a sudden

A

Ξαφνικά