Εξάσκηση Λεξιλογίου 1 Flashcards
1
Q
- Style, manner (n)
- “The way of running was slow”
A
- ο τρόπος, του τρόπου, τρόπε, των τρόπων
- “ο τρόπος τρεξίματος ήταν αργός”
2
Q
- If only, I wish (interj)
- blissful, happy, blessed, calm, serene (adj)
A
- Μακάρι
- ο μακάριος, του μακάριου, η μακάρια, της μακάριας, οι μακάριες, των μακάριων
3
Q
- The conquer, win, domination, achievement (n)
- The Conqueror (n)
- Inhabited, occupied (adj)
- I conquer (v)
- I’m being conquered (v)
A
- η κατάκτηση
- ο κατακτητής, οι κατακτητές,
των κατακτητών - ο κατοικημένος, η κατοικημένη, οι κατοικημένες, των κατοικημένων
- κατακτάω, θα κατακτήσω, κατάκτησα/κατέκτησα, κατακτούσα, κατακτώντας
- κατακτιέμαι, θα κατακτηθώ, κατακτήθηκα, κατακτιόμουν(α)
4
Q
- naturalism (n)
- Physics (n)
- The Natural, normal, phsysiological (adj)
- The natural, physical, psysicist (adj)
- of course, sure as hell (adv)
- Normally, naturally (adv)
A
- η φυσικότητα, της φυσικότητας, οι φυσικότητες, των φυσικοτήτων
- η φυσική
- ο φυσιολογικός, η φυσιολογική, οι φυσιολογικές
- ο φυσικός, η φυσική, οι φυσικηές,
- φυσικά
- φυσιολογικά
5
Q
- Top, peak (n)
- top, leading, best, awesome (adj)
- The peaked one (adj)
- I peak, rise (v)
- I peak, climax (v)
A
- η κορυφή
- ο κορυφαίος, η κορυφαία, οι κορυφαίες, το κορυφαίο, του κορυφαίου
- ο κορυφωμένος, η κορυφωμένη, οι κορυφωμένες, τα κορυφωμένα, των κορυφωμένων
- κορυφώνω, θα κορυφώσω, κορύφωσα, κορύφωνα, κορυφώνοντας
- κορυφώνομαι, θα κορυφωθώ, κορυφώθηκα, κορυφωνόμουν(α)
6
Q
- Light (light, eyesight, glow, radiance, glint, halo) (n)
- Fire, blaze, light (n)
- the lighting, illumination (n)
- Lamp, fixture, light (n)
A
- το φως, του φωτός, τα φώτα, των φώτων
- Η Φωτιά, οι φωτιές
- ο φωτισμός
- το φωτιστικό
7
Q
- lamp, light fixture (n)
- the lit, enlightened, illuminated one (adj)
- The bright, vibrant, luminous, radiant (adj)
- I light, illuminate, light up (v)
A
- το φωτιστικό
- ο φωτισμένος, η φωτισμένη, των φωτισμένων
- ο φωτεινός
- φωτίζω, θα φωτίσω, φώτισα, φώτιζα, φωτίζοντας
8
Q
- The differentiation (n)
- Different, unique (adj)
- Differently (adv)
- I differentiate (v)
A
- Η διαφόριση, οι διαφορίσεις, των διαφορίσεων
- Διαφορετικός
- Διαφορετικά
- διαφορίζω, θα διαφορίσω, διαφόρισα, διαφόριζα, διαφορίζοντας
9
Q
- Necessary, essential, required (adj)
- necessarily, essentially, the basics (adv)
A
- Απαραίτητος
- απαραίτητα
10
Q
- I Bear with, tolerate (v)
- “Sorry, but I can’t tolerate this behavior”
A
- ανέχομαι, θα ανεχτώ, ανέχτηκα, ανεχόμουν(α), ανεχόμενος
- “Συγγνώμη, αλλά δεν ανέχομαι αυτήν τη συμπεριφορά.”
11
Q
- the level, plane, layer (n)
- flat, plane, level (adj)
A
- το επίπεδο, του επιπέδου/επίπεδου, των επιπέδων
- ο επίπεδος, του επίπεδου, των επίπεδων, η επίπεδη, οι επίπεδες
12
Q
- the age (n)
- elderly, old (adj)
- aged (adj)
A
- η ηλικία, των ηλικιών
- ο ηλικιωμένος
- ο ηλικακός
13
Q
- age-wise (adv)
- I’m getting old (v)
A
- ηλικιακά
- ηλικιώνομαι, θα ηλικιωθώ, ηλικιώθηκα, ηλικιωνόμουν(α)
14
Q
- the forest (n)
- forestry (science) (n)
- forester, ranger, groundskeeper, warden (n)
- wooded, woodsy, forested (adj)
- forester (adj)
A
- το δάσος, του δάσους, το δάσος, τα δάση, των δασών, τα δάση
- η δασολογία, των δασολογιών
- ο δασοφύλακας, του δασοφύλακα, τον δασοφύλακα, των δασοφυλάκων, τους δασοφύλακες
- ο δασώδης, του δασώδους, τον δασώδη, οι δασώδεις, των δασωδών, τους δασώδεις, η δασώδης, της δασώδους, τη δασώδη, το δασώδες, του δασώδους, τα δασώδη
- ο δασομονικός
15
Q
- the danger, risk, jeopardy, hazard, peril (n)
- risk assessment (n)
- risky (adj)
- dangerous, risky, hazardous (adj)
A
- ο κίνδυνος, του κινδύνου, των κινδύνων
- η κινδυνολογία, των κινδυνολογιών
- ο κινδυνολογικός
- ο επικίνδυνος, των επικίνδυνων
16
Q
- dangerously, riskily (adv)
- I’m in danger, at risk, in trouble (v)
- “Call the lifeguard! - my son’s in trouble and I can’t swim!”
A
- επικίνδυνα
- κινδυνεύω, θα κινδυνέψω, κινδύνεψα, κινδύνευα, κινδυνεύοντας
- “Φωνάξτε τον ναυαγοσώστη! Ο γιος μου κινδυνεύει και εγώ δεν ξέρω να κολυμπάω!”
17
Q
- the king (n)
- the queen (n)
- kingdom, realm, monarchy (n)
- regal, royal, queenly, basil, magestic (adj)
- I reign, reign over, rule, sink (v)
A
- ο βασιλιάς, του βασιλιά, οι βασιλιάδες, των βασιλιάδων
- η βασίλισσα, της βασίλισσας, οι βασίλισσες, των βασιλισσών
- το βασίλειο, του βασίλειου/βασιλείου, των βασιλείων
- ο βασιλικός
- βασιλεύω, θα βασιλέψω, βασίλεψα, βασίλευα, βασιλεύοντας
18
Q
- the threat, menace
- I threaten
- I’m threatened
A
- η απειλή - the threat, menace
- απειλώ - I threaten, θα απειλήσω, απείλησα, απειλούσα, απειλώντας
- απειλούμαι - i’m threatened, θα απειληθώ, απειλήθηκα, απειλούμουν
19
Q
- confidentiality (n)
- confidential, private, secret (adj)
- confidentially, in confidence, privately, secretly (adv)
- Trust, confide in entrust, confide (v)
A
- η εμπιστευτικότητα, της εμπιστευτικότητας, των εμπιστευτικοτητών
- ο εμπιστευτικός, η εμπιστευτική
- εμπιστευτικά
- Εμπιστεύομαι, θα εμπιστευτώ/θα εμπιστευθώ, εμπιστεύτηκα/εμπιστεύθηκα, εμπιστευόμουν(α)
20
Q
- faith, confidence, trust (n)
- trusted, liable, dependable, trustworthy (adj)
A
- η εμπιστοσούνη
- ο έμπιστος, του έμπιστου, των έμπιστων
21
Q
- high school (n)
- high school student (adj)
- pre-highschool student (adj)
A
- το λύκειο, του λυκείου, των λυκείων
- ο λυκειακός, η λυκειακή, των λυεκειακών
- ο προλυκειακός, η προλυκειακή, προλυκειακών
22
Q
- uknown, unnamed, undisclosed, stranger, unfamiliar (adj)
- unrecognizable (adj)
A
- ο άγνωστος, του άγνωστου, η άγνωστη, η άγνωστες, των άγνωστων
- ο αγνώριστος, η αγνώριστη, οι αγνώριστες, των αγνώριστων
23
Q
- the vessel, ship, yacth (n)
- the tub, basin, washtub, shipping (n)
- the digging (n)
- I dig, excavate, gouge, burrow, delve in (v)
A
- το σκάφος, του σκάφους, τα σκάφη, των σκαφών
- η σκάφη, οι σκάφες
- το σκάψιμο, του σκαψίματος, τα σκαψίματα, των σκαψιμάτων
- σκάβω, θα σκάψω, έσκαψα, έσκαβα, σκάβοντας
24
Q
- The sin, shame (n)
- the sinner, sinful, evildoer, impure, indulgent (adj)
- I commit a sin, transgress, do wrong (v)
A
- Η Αμαρτία, οι αμαρτίες
- o αμαρτωλός, η αμαρτωλή, οι αμαρτωλές
- αμαρτάνω/αμαρταίνω, θα αμαρτήσω, αμάρτησα, αμάρτανα/αμάρταινα, αμάρτησε, αμαρτήστε
25
* the observation, comment, remark, note, criticism (n)
* the observatory, lookout, watchtower, overlook (n)
* observer, watcher, inspector, stargazer (n)
* observant, watchful, sharp, have an eye for something (n)
* I observe, notice, look (v)
* I'm being observed, I'm being noticed (v)
* η παρατήρηση, οι παρατηρήσεις, των παρατηρήσεων
* το παρατηρητήριο, του παρατηρητήριου, τα παρατηρητήρια, των παρατηρητήριων
* ο παρατηρητής, του παρατηρητή, οι παρατηρητές, των, παρατηρητών
* ο παρατηρητικός, η παρατηρητική, οι παρατηρητικές
* Παρατηρώ, θα παρατηρήσω, παρατήρησα, παρατηρούσα
* παρατηρούμαι, θα παρατηρηθώ, παρατηρήθηκα, παρατηρούμουν, παρατηρήσου, παρατηρηθείτε
26
* the oddity, quirk, weirdness (n)
* Strange, odd, weird (adj)
* puzzled, surprised, astonished, baffled (adj)
* I weird out, surprise, astonish (v)
* I'm being surprised, weirded out, puzzled (v)
* η παραξενιά, οι παραξενιές, των παραξενιών
* Ο παράξενος, η παράξενη, το παράξενο
* ο παραξενεμένος, των παραξενεμένων, η παραξενεμένη, οι παραξενεμένες
* παραξενεύω, θα παραξενέψω, παραξένεψα, παραξένευα, παραξένεψε, παραξενέψτε
* παραξενεύομαι, θα παραξενευτώ, παραξενεύτηκα, παραξενευόμουν, παραξενευτείτε
27
* silence, quiet (n)
* subdued, mute, unvoiced, silent, soundless (adj)
* silently, quietly, without a word (adv)
* Silence, hush, be quiet (v)
* η σιωπή, οι σιωπές, των σιωπών
* ο σιωπηλός, του σιωπηλού, η σιωπηλή, οι σιωπηλές, των σιωπηλών
* σιωπηλά, σιωπηρά
* Σωπαίνω, θα σωπάσω, σώπασα, σώπαινα, σώπασε, σωπάστε
28
* temporality, ephemerality, impermanence (n)
* temporarily, for now, tentatively (adj)
* temporarily, for now, tentatively (adv)
* η προσωρινότητα, οι προσωρινότητες, των προσωρινοτήτων
* ο προσωρινός, η προσωρινή, το προσωρινό, των προσωρινών
* προσωρινά
29
* earth, land, soil, ground (n)
* earthly, wordly, earthling (adj)
* indigenous, native, aboriginal (adj)
* η γη, της γης, οι γαίες, των γαιών
* ο γήινος, του γήινου, των γήιων, η γήινη, οι γήινες
* ο γηγενής, του γηγενούς, τον γηγενή, οι γηγενείς, των γηγενών, τους γηγενούς, η γηγενής, της γηγενούς, τη γηγενή, οι γηγενείς, τις γηγενείς, το γηγενές, του γηγενούς, τα γηγενή
30
* the poverty, destitution, gutter (n)
* poor, meager, bad off (adj)
* poorly (adv)
* become poor, grow poorer (v)
* η φτώχεια/φτώχια, της φτώχειας, οι φτώχειες
* ο φτωχός, του φτωχού, η φτωχή & φτωχιά, οι φτωχές, το φτωχό, τα φτωχά
* φτωχά
* φτωχαίνω, θα φτωχύνω, φτώχυνα, φτώχαινα, φτώχυνε, φτωχύνετε
31
* the illness, sickness, disease (n)
* Ill, sick, unhealthy, patient (adj)
* I become sick, get sick, sicken (v)
* η αρρώστια, της αρρώστιας, οι αρρώστιες
* ο άρρωστος, η άρρωστη, το άρρωστο
* αρρωσταίνω, θα αρρωστήσω, αρρώστησα, αρρώσταινα, αρρώστησε, αρρωστήστε
32
* the surprise, amazement, astonishment, miracle, treat (n)
* amazingly, astonishingly, wonderfully, fantastically, suprisingly, divinely (adv)
* surprised, amazed, astonished (adj)
* I surprise, amaze, astonish (v)
* I'm surprised, amazed, astonished, stunned (v)
* η έκπληξη, οι εκπλήξεις, των εκπλήξεων
* εκπληκτικά
* ο έκπληκτος, η έκπληκτη, οι έκπληκτες, των έκπληκτων
* εκπλήσσω, θα εκπλήξω, εξέπληξα, εξέπλησσα, έκπληξε, εκπλήξετε
* εκπλήσσομαι, θα εκπλαγώ, εκπλάγηκα, εκπλησσόμουν, εκπλήσσου, εκπλήσσεστε
33
Suffer
Παθαίνω, θα πάθω, έπαθα, πάθαινόμουν
34
Die
Πεθαίνω, θα πεθάνω, πέθανα, πέθαινα
35
Break, fracture
Σπάω, θα σπάσω, έσπασα, έσπαγα
36
Stripe, striped
Η ρίγα (ουσιαστικά), ριγέ (επίθετο), ρίγες(πλ.)
37
I worry
Ανησυχώ, θα ανησυχήσω, Ανησύχησα, ανησυχούσα
38
Awful, crappy (n)
Το χάλι, τα χαλιά
39
Regret
Η τύψη, οι τύψεις
40
The sacrifice
Η θυσία, οι θυσίες
41
Suddenly, all of a sudden
Ξαφνικά