Chapter 15β - Athenaze Vocabulary Flashcards
Verb
ἀνέστην, ἀναστάς
I stood up
Verb
βλάπτω, [βλαβ-]
βλάψω, ἔβλαψα, βλάψᾱς
I harm, hurt
Verb
δηλόω, δηλώσω,
ἐδήλωσα, δηλώσᾱς
I show
Verb
ἐλευθερόω,
ἐλευθερώσω, ἠλευθέρωσα, ἐλευθερώσᾱς
I free, set free
Verb
ἐμπίπτω,
ἐμπεσοῦμαι (irregular),
ἐνέπεσον (irregular), ἐμπεσών
+dat.
[=ἐν- +πίπτω]
I attack;
I fall into; I fall upon
Verb
ἐπιπλέω, [πλευ-] ἐπιπλεύσομαι,
ἐπέπλευσα, ἐπιπλεύσᾱς
+dat. or +εἰς +acc.
I sail against
Verb
ναυμαχέω, ναυμαχήσω,
ἐναυμάχησα, ναυμαχήσᾱς
I fight by sea
Verb
πειράω, πειράσω,
ἐπείρᾱσα, πειράσᾱς
active or middle
I try, attempt
Verb
πιστεύω, πιστεύσω,
ἐπίστευσα, πιστεύσᾱς
+dat.
I trust, am confident (in);
I believe
Verb
πιστεύω, πιστεύσω,
ἐπίστευσα, πιστεύσᾱς
+ὡς
I believe (that)
Verb
συμπίπτω, συμπεσοῦμαι (irregular),
[πετ-] συνέπεσον (irregular), συμπεσών
[=συν- +πίπτω]
I clash
Verb
συμπίπτω, συμπεσοῦμαι (irregular),
[πετ-] συνέπεσον (irregular), συμπεσών
+dat.
I clash with
Noun
ὁ ἀγών, τοῦ ἀγῶνος
struggle; contest
Noun
ἡ ἀρετή, τῆς ἀρετῆς,
excellence; virtue;
courage
Noun
ὁ θόρυβος,
τοῦ θορύβου
uproar, commotion
Noun
ὁ κόσμος, τοῦ κόσμου
good order
Noun
κόσμῳ
in order
Noun
τὸ μέρος, τοῦ μέρους
part
Noun
ὁ νεκρός, τοῦ νεκροῦ
corpse
Noun
ἡ νίκη, τῆς νίκης
victory
Noun
ἡ πατρίς, τῆς πατρίδος
fatherland
Noun
ὁ πέπλος, τοῦ πέπλου
robe; cloth
Noun
ὁ πρόγονος, τοῦ προγόνου
ancestor
Noun
ἡ σπουδή, τῆς σπουδῆς
haste; eagerness
Noun
ἡ τύχη, τῆς τύχης
chance; luck;
fortune
Adjective
δεξιός, -ά, -όν
right
(i.e., on the right hand)
Adjective
πεζός, -ή, -όν
on foot
Adverb
πανταχοῦ
everywhere
Conjunction
ὡς
that
Proper Name
ὁ Αἰσχύλος, τοῦ Αἰσχύλου
Aeschylus
Proper Name
ἡ Ἀσίᾱ, τῆς Ἀσίᾱς
Asia
(i.e., Asia Minor)
Proper Name
Περσικός, -ή, -όν
Persian
Proper Name
ὁ Σιμωνίδης, τοῦ Σιμωνίδου
Simonides