Chapter 14α - Athenaze Vocabulary Flashcards
Verb
ἐλπίζω, [ἐλπιε-] ἐλπιῶ,
[ἐλπι-] ἤλπισα, ἐλπίσᾱς
I hope; I expect;
I suppose
Verb
ἐπιπέμπω, ἐπιπέμψω,
ἐπέπεμψα, ἐπιπέμψᾱς
I send against;
I send in
Verb
πράττω, [πρᾱκ-] πράξω,
ἔπρᾱξα, πράξᾱς
intransitive
I fare
Verb
πράττω, [πρᾱκ-] πράξω,
ἔπρᾱξα, πράξᾱς
transitive
I do “X”
Verb
προσβάλλω, [βαλε-] προσβαλῶ, [βαλ-] προσέβαλον, προσβαλών
+dat.
I attack
Verb
συμβάλλω, [βαλε-] συμβαλῶ, [βαλ-] συνέβαλον, συμβαλών
[=συν- +βάλλω]
I join battle
Verb
συμβάλλω, [βαλε-] συμβαλῶ, [βαλ-] συνέβαλον, συμβαλών
+dat.
I join battle with
Verb
συνέρχομαι, [εἰ-/ἰ-] σύνειμι, [ἐλθ-]
συνῆλθον, συνελθών
I come together
Verb
χράομαι, χρήσομαι, ἐχρησάμην, χρησάμενος
+dat.
(Note: α changes to η even after the ρ)
I use; I enjoy
(Present and imperfect have η where α would be expected: χρῶμαι, χρῇ, χρῆται)
Noun
ὁ ὁπλίτης, τοῦ ὁπλίτου
hoplite
(heavily armed foot soldier)
Noun
τὸ πλῆθος, τοῦ πλήθους
number; multitude
Noun
ὁ στόλος, τοῦ στόλου
expedition; army; fleet
Noun
ὁ στρατιώτης,
τοῦ στρατιώτου
soldier
Noun
ὁ στρατός, τοῦ στρατοῦ
army
Noun
ὀλίγος, -η, -ον
small; pl., few
Noun
οὖτος, αὕτη, τοῦτο
this; pl., these
note the predicate position:
τοῦτο τὸ ἐπίγραμμα or τὸ ἐπίγραμμα τοῦτο, this inscription
Noun
στενός, -ή, -όν
narrow
cf. τὰ στενά
narrows; straits; mountain pass
Conjunction
ἤ
with comparatives
than
Expression
ἐν μέσῳ +gen.
between
Expression
κατὰ γῆν
by land
Proper Name
ὁ Ἕλλην, τοῦ Ἕλληνος
Greek; pl., the Greeks
Proper Name
ἡ Εὔβοια, τῆς Εὐβοίᾱς
Euboea
Proper Name
αἱ Ѳερμοπύλαι,
τῶν Θερμοπυλῶν
Thermopylae
Proper Name
ἡ Κόρινθος, τῆς Κορίνθου
Corinth
Proper Name
οἱ Λακεδαιμόνιοι,
τῶν Λακεδαιμονίων
the Lacedaemonians,
Spartans
Proper Name
ὁ Λεωνίδης, τοῦ Λεωνίδου
Leonidas
Proper Name
ὁ Ξέρξης, τοῦ Ξέρξου
Xerxes
Proper Name
οἱ Πέρσαι, τῶν Περσῶν
the Persians