Paradigms | Duff Chapter 14 Flashcards
standard verb (λυω)
present participle active masculine
- singular:
- λυων
- λυοντος
- λυοντι
- λυοντα
- plural:
- λυοντες
- λυοντων
- λυουσιν
- λυοντας
standard verb (λυω)
present participle active feminine
- singular:
- λυουσα
- λυουσης
- λυουσῃ
- λυουσαν
- plural:
- λυουσαι
- λυουσων
- λυουσαις
- λυουσας
standard verb (λυω)
present participle active neuter
- singular:
- λυον
- λυοντος
- λυοντι
- λυον
- plural:
- λυοντα
- λυοντων
- λυουσιν
- λυοντα
standard verb (λυω)
aorist participle active masculine
- singular:
- λυσας
- λυσαντος
- λυσαντι
- λυσαντα
- plural:
- λυσαντες
- λυσαντων
- λυσασιν
- λυσαντας
standard verb (λυω)
aorist participle active feminine
- singular:
- λυσασα
- λυσασης
- λυσασῃ
- λυσασαν
- plural:
- λυσασαι
- λυσασων
- λυσασαις
- λυσασας
standard verb (λυω)
aorist participle active neuter
- singular:
- λυσαν
- λυσαντος
- λυσαντι
- λυσαν
- plural:
- λυσαντα
- λυσαντων
- λυσασιν
- λυσαντα
standard εω-verb (φιλ_ε_ω)
present participle active masculine
- singular:
- φιλων
- φιλουντος
- φιλουντι
- φιλουντα
- plural:
- φιλουντες
- φιλουντων
- φιλουσιν
- φιλουντας
standard εω-verb (φιλ_ε_ω)
present participle active feminine
- singular:
- φιλουσα
- φιλουσης
- φιλουσῃ
- φιλουσαν
- plural:
- φιλουσαι
- φιλουσων
- φιλουσαις
- φιλουσας
standard εω-verb (φιλ_ε_ω)
present participle active neuter
- singular:
- φιλουν
- φιλουντος
- φιλουντι
- φιλουν
- plural:
- φιλουντα
- φιλουντων
- φιλουσιν
- φιλουντα
standard εω-verb (φιλ_ε_ω)
aorist participle active masculine
- singular:
- φιλησας
- φιλησαντος
- φιλησαντι
- φιλησαντα
- plural:
- φιλησαντες
- φιλησαντων
- φιλησασιν
- φιλησαντας
standard εω-verb (φιλ_ε_ω)
aorist participle active feminine
- singular:
- φιλησασα
- φιλησασης
- φιλησασῃ
- φιλησασαν
- plural:
- φιλησασαι
- φιλησασων
- φιλησασαις
- φιλησασας
standard εω-verb (φιλ_ε_ω)
aorist participle active neuter
- singular:
- φιλησαν
- φιλησαντος
- φιλησαντι
- φιλησαν
- plural:
- φιλησαντα
- φιλησαντων
- φιλησασιν
- φιλησαντα
deponent verb (ῥυομαι)
present participle middle masculine
- singular:
- ῥυομενος
- ῥυομενου
- ῥυομενῳ
- ῥυομενον
- plural:
- ῥυομενοι
- ῥυομενων
- ῥυομενοις
- ῥυομενους
deponent verb (ῥυομαι)
present participle middle feminine
- singular:
- ῥυομενη
- ῥυομενης
- ῥυομενῃ
- ῥυομενην
- plural:
- ῥυομεναι
- ῥυομενων
- ῥυομεναις
- ῥυομενας
deponent verb (ῥυομαι)
present participle middle neuter
- singular:
- ῥυομενον
- ῥυομενου
- ῥυομενῳ
- ῥυομενον
- plural:
- ῥυομενα
- ῥυομενων
- ῥυομενοις
- ῥυομενα
deponent verb (ῥυομαι)
aorist participle middle masculine
- singular:
- ῥυσαμενος
- ῥυσαμενου
- ῥυσαμενῳ
- ῥυσαμενον
- plural:
- ῥυσαμενοι
- ῥυσαμενων
- ῥυσαμενοις
- ῥυσαμενους
deponent verb (ῥυομαι)
aorist participle middle feminine
- singular:
- ῥυσαμενη
- ῥυσαμενης
- ῥυσαμενῃ
- ῥυσαμενην
- plural:
- ῥυσαμεναι
- ῥυσαμενων
- ῥυσαμεναις
- ῥυσαμενας
deponent verb (ῥυομαι)
aorist participle middle neuter
- singular:
- ῥυσαμενον
- ῥυσαμενου
- ῥυσαμενῳ
- ῥυσαμενον
- plural:
- ῥυσαμενα
- ῥυσαμενων
- ῥυσαμενοις
- ῥυσαμενα
deponent εω-verb (ἀρν_ε_ομαι)
present participle middle masculine
- singular:
- ἀρνουμενος
- ἀρνουμενου
- ἀρνουμενῳ
- ἀρνουμενον
- plural:
- ἀρνουμενοι
- ἀρνουμενων
- ἀρνουμενοις
- ἀρνουμενους
deponent εω-verb (ἀρν_ε_ομαι)
present participle middle feminine
- singular:
- ἀρνουμενη
- ἀρνουμενης
- ἀρνουμενῃ
- ἀρνουμενην
- plural:
- ἀρνουμεναι
- ἀρνουμενων
- ἀρνουμεναις
- ἀρνουμενας
deponent εω-verb (ἀρν_ε_ομαι)
present participle middle neuter
- singular:
- ἀρνουμενον
- ἀρνουμενου
- ἀρνουμενῳ
- ἀρνουμενον
- plural
- ἀρνουμενα
- ἀρνουμενων
- ἀρνουμενοις
- ἀρνουμενα
deponent εω-verb (ἀρν_ε_ομαι)
aorist participle middle masculine
- singular:
- ἀρνησαμενος
- ἀρνησαμενου
- ἀρνησαμενῳ
- ἀρνησαμενον
- plural:
- ἀρνησαμενοι
- ἀρνησαμενων
- ἀρνησαμενοις
- ἀρνησαμενους
deponent εω-verb (ἀρν_ε_ομαι)
aorist participle middle feminine
- singular:
- ἀρνησαμενη
- ἀρνησαμενης
- ἀρνησαμενῃ
- ἀρνησαμενην
- plural:
- ἀρνησαμεναι
- ἀρνησαμενων
- ἀρνησαμεναις
- ἀρνησαμενας
deponent εω-verb (ἀρν_ε_ομαι)
aorist participle middle neuter
- singular:
- ἀρνησαμενον
- ἀρνησαμενου
- ἀρνησαμενῳ
- ἀρνησαμενον
- plural:
- ἀρνησαμενα
- ἀρνησαμενων
- ἀρνησαμενοις
- ἀρνησαμενα