LECTIO 18 Flashcards
Hercules
Ηρακλής
(ανώμαλο)
Hercules Heculis, Herculi Herculi Herculem, Herculen Hercule, Hercle Hercule
*δεν έχει πληθυντικό
bos, bov-is
βόδι
(αρσ, γ κλίση)
γενική πληθυντικού: bovum, boum
δοτική / αφαιρετική πληθυντικού: bobus, bubus
Geryon, Geryon-is
Γηρυόνης
(ανώμαλο)
Geryon, Geryones Geryonis, Geryonae Geryoni, Geryonae Geryonem, Geryonen Geryon, Geryone Geryone, Geryone
*δεν έχει πληθυντικό
Hispania, -ae
Ισπανία
θηλ, α κλίση
locus, -i
τόπος
(αρσ, β κλίση)
- πληθυντικός: loca, -orum
adduco
παρασύρω, εδώ οδηγώ
(3 συζ)
adduco - adduxi - adductum - adducere
dico
λέω
(3 συζ)
dico - dixi - dictum - dicere
ubi
αναφορικό επίρρημα, όπου
Romulus, -i
Ρωμύλος
(αρσ β κλίσης)
*δεν έχει πληθυντικό
urbs, urb-is
πόλη
(θηλ, γ κλίση)
*2 σύμφωνα πριν την κατάληξη άρα γενική πληθυντικού σε -ium
Roma, -ae
Ρώμη
(θηλ, α κλίση)
*δεν έχει πληθυντικό
condo
χτίζω
(3 συζ)
condo - condidi - conditum - condere
Tiberis, -is
Τίβερης
(αρσ, γ κλίση)
- αιτιατική ενικού: Tiberim
αφαιρετική ενικού: Tiberi
δεν έχει πληθυντικό
fluvius, -ii & -i
ποταμός
(αρσ, β κλίση)
*υπερδισύλλαβο σε -ius άρα γενική σε -ii & -i
reficio
ξεκουράζω
(3/15)
reficio - refeci - refectum - reficere
fero
φέρνω
(3 συζ)
fero - tuli - latum - ferre
*προσοχή σε β/ γ ενικό, β πληθυντικό Ε.Φ., γ/ γ ενικό Π.Φ. και απαρέμφατα ενεστώτα
via, -ae
οδός
θηλ, α κλίση
fessus, -a, -um
κουρασμένος
(επιθ β κλίσης)
- χρησιμοποιείται και ως μτχ παθητικού παρακειμένου του fatiscor - fessus sum - - - fatisci (αποθετικό)
ibi
τοπικό επίρρημα, εκεί
dormio
κοιμάμαι
(4 συζ)
dormio - dormi(v)i - dormitum - dormire
tum
χρονικό επίρρημα, τότε
Cacus, -i
Κάκος
(αρσ, β κλίση)
*δεν έχει πληθυντικό
pastor, pastor-is
βοσκός
αρσ, γ κλίση
fretus, -a, um
αυτός που έχει πεποίθηση, εμπιστοσύνη
επιθ β κλίσης
vis
δύναμη
(θηλ, γ κλίση)
vis - - vim - vi
vires virium viribus vires, viris vires viribus
spelunca, -ae
σπηλιά
θηλ, α κλίση
cauda, ae
ουρά
θηλ, α κλίση
traho
σέρνω, τραβώ
(3 συζ)
traho - traxi - tractum - trahere
averto
γυρίζω ανάποδα
(3 συζ)
averto - averti - aversum - avertere
ubi
χρονικός σύνδεσμος
+ οριστική
προτερόχρονο
= simul = postquam
ex
πρόθεση
- αν μετά ακολουθεί λέξη που αρχίζει από σύμφωνο το x αποβάλλεται
αν ακολουθεί λέξη που αρχίζει από φωνήεν ή h διατηρείται
somnus, -i
ύπνος
αρσ, β κλίση
excito
σηκώνω
(1 συζ)
excito - excitavi - excitatum - excitare
*excitor e somno = σηκώνομαι από τον ύπνο
grex, greg-is
κοπάδι
αρσ, γ κλίση
aspicio
κοιτάζω, βλέπω
(3/15)
aspicio - aspexi - aspectum - aspicere
pars, part-is
μέρος, τμήμα
(θηλ, γ κλίση)
- δύο σύμφωνα πριν την κατάληξη άρα γενική πληθυντικού σε -ium
στον πληθυντικό σημαίνει και στρατιωτική/ πολιτική παράταξη (ετερόσημο)
sentio
αισθάνομαι, αντιλαμβάνομαι
(4 συζ)
sentio - sensi - sensum - sentire
pergo
κατευθύνομαι
(3 συζ)
pergo - perrexi - perrectum - pergere
proximus, -a, -um
κοντινός
(επιθ β κλίσης)
Παραθετικά: prope - proprior, -ior, -ius - proximus, -a, -um
postquam
χρονικός σύνδεσμος
+ οριστική
προτερόχρονο
vestigium, -ii & -i
ίχνος
(ουδ, β κλίση)
*υπερδισύλλαβο σε -ius άρα γενική σε -ii & -i
foras
τροπικό επίρρημα, προς τα έξω
verto
στρέφω
(3 συζ)
verto - verti - versum - vertere
video
βλέπω
(2 συζ)
video - vidi - visum - videre
confundo
συγχέω, μπερδεύω
(3 συζ)
confundo - confudi - confusum - confundere
infestus, -a, -um
εχθρικός
(επιθ β κλίσης)
Παραθετικά: infestus, -a, -um - infestior, -ior, -ius - infestissimus, -a, -um
amoveo
απομακρύνω
(2 συζ)
amoveo - amovi - amotum - amovere
coepi
αρχίζω
(3 συζ)
- coepi - - - coepisse
- ελλειπτικό
Σχηματίζει μόνο:
- μτχ μέλλοντα
- απαρέμφατο μέλλοντα
- οριστική πρκ
- υποτακτική πρκ
- απαρέμφατο πρκ
- οριστική υπερσ
- υποτακτική υπερσ
- οριστική συντ. μελλ
mugitus, -us
μουγκρητό
αρσ, δ κλίση
audio
ακούω
(4 συζ)
audio - audivi - auditum - audire
converto
γυρίζω προς τα πίσω, στρέφω
(3 συζ)
converto - converti - conversum - convertere
tum
χρονικό επίρρημα, τότε
prohibeo
εμποδίζω
(2 συζ)
prohibeo - prohibui - prohibitum - prohibere
conor
προσπαθώ
(1 συζ)
conor - conatus sum - - - conari
*αποθετικό
clava, -ae
ρόπαλο
θηλ, α κλίση
interficio
σκοτώνω
(3/15)
interficio - interfeci - interfectum - interficere
absum
λείπω, απουσιάζω
(σύνθετο του sum)
absum - a(b)fui - - - abesse