Grieks 81 tot 160 Flashcards
μέγας
groot
μεγάλη, μέγα
πολύς
veel
πολλή, πολύ
βασιλεύειν
koning zijn
βασιλεύω (βασιλευ-)
βούλεσθαι
willen
βούλομαι (βουλη-)
δέχεσθαι
ontvangen
δέχομαι (δεχ-)
εὑρίσκειν
vinden
εὑρίσκω (εὑρ(η)-)
καθίζειν
gaan zitten
καθίζω (καθιδ-)
νομίζειν
- menen
- beschouwen als
νομίζω (νομιδ-)
θύειν
offeren
θύω (θυ-)
φεύγειν
vluchten
φεύγω (φευγ-, φυγ-)
κρατεῖν
zich meester maken van,
bemachtigen (+ gen.)
κρατέω (κρατε/η-)
τιμᾶν
eren, huldigen
τιμάω (τιμα/η-)
παρεῖναι
aanwezig zijn
πάρειμι
γάρ
want
(nevenschikkend voegwoord)
καί
- en
- ook
- zelfs
(nevenschikkend voegwoord)
νῦν
nu
(bijwoord)
ἀμείνων
beter, degelijker
ἀμείνων, ἄμεινον
ἄριστος
- zeer goed
- (de) beste
ἀρίστη, ἄριστον
βελτίων
beter
βελτίων, βέλτιον
βέλτιστος
- zeer goed
- (de) beste
βελτίστη, βέλτιστον
ἐλάττων
minder
ἐλάττων, ἔλαττον
ἐλάχιστος
- zeer weinig
- (de) minste
ἐλαχίστη, ἐλάχιστον
ἡδίων
aangenamer
ἡδίων, ἥδιον
ἥδιστος
- zeer aangenaam
- (de) aangenaamste
ἡδίστη, ἥδιστον
ἥττων
- zwakker
- slechter
ἥττων, ἧττον
ἥκιστος
- zeer slecht
- (de) slechtste
ἡκίστη, ἥκιστον
θάττων
sneller
θάττων, θᾶττον
τάχιστος
- zeer snel
- (de) snelste
ταχίστη, τάχιστον
καλλίων
mooier
καλλίων, κάλλιον
κάλλιστος
- zeer mooi
- (de) mooiste
καλλίστη, κάλλιστον
κρείττων
- beter
- sterker
κρείττων, κρεῖττον
κράτιστος
- zeer sterk
- (de) sterkste
κρατίστη, κράτιστον
μείζων
groter
μείζων, μεῖζον
μέγιστος
- zeer groot
- (de) grootste
μεγίστη, μέγιστον
πλείων
meer, talrijker
πλείων, πλεῖον
πλεῖστοι
- zeer veel
- (de) meeste
πλεῖσται, πλεῖστα
οἱ πλεῖστοι
de massa
τῶν πλείστων
πρεσβύτερος
ouder
~τέρα, πρεσβύτερον
πρεσβύτατος
- zeer oud
- (de) oudste
~τάτη, πρεσβύτατον
ῥᾴων
gemakkelijker
ῥᾴων, ῥᾷον
ῥᾷστος
- zeer gemakkelijk
- (de) gemakkelijkste
ῥᾴστη, ῥᾷστον
χείρων
slechter
χείρων, χεῖρον
χείριστος
- zeer slecht
- (de) slechtste
χειρίστη, χείριστον
ὅδε
deze; dit (hier bij mij)
(aanw. vnmw.)
οὗτος
die; dat (daar bij jou)
(aanw. vnmw.)
ἐκεῖνος
die; dat (daar bij hem)
(aanw. vnmw.)
τοιοῦτος
zulke, zo’n, van die aard
(correlatief vnmw.)
ὁ ποταμός
de rivier
τοῦ ποταμοῦ
ἡ σκιά
de schaduw
τῆς σκιᾶς
ἡ τροφή
het voedsel
τῆς τροφῆς
ὁ κύων
de hond
τοῦ κυνός
ἡ φύσις
de natuur
τῆς φύσεως
ἡ χείρ
de hand
τῆς χειρός
ἄλλος
(een) ander
ἄλλη, ἄλλον
ὀρθός
juist
ὀρθή, ὀρθόν
σώφρων
verstandig
σώφρων, σῶφρον
ἅπας
geheel
ἅπασα, ἅπαν
ἀκούειν
horen, luisteren (+ acc./gen.)
ἀκούω (ἀκου-)
βλάπτειν
schaden (+ dat.)
βλάπτω (βλαβ-)
διδάσκειν
aanleren
διδάσκω (διδαχ-)
καθεύδειν
slapen
καθεύδω (καθευδ-)
τρέφειν
voeden
τρέφω (θρεπ-)
λαμβάνειν
- nemen, gevangennemen
- krijgen
λαμβάνω (λαβ-, ληβ-)
καταλαμβάνειν
nemen, gevangennemen
~ω (λαβ-, ληβ-)
καταλείπειν
achterlaten
καταλείπω (λειπ-, λιπ-)
λέγειν
zeggen, vertellen, spreken
λέγω (ἐρ-, εἰπ-)
διώκειν
achtervolgen
διώκω (διωκ-)
πάσχειν
lijden, verdragen
~ω (παθ-, πενθ-, πονθ-)
ἔχειν
- hebben, houden
- … zijn, het … stellen (+ bijw.)
ἔχω (ἐχ-, σχ-, σεχ-)
νοῦν ἔχειν
verstand hebben
εὖ/κακῶς ἔχειν
het goed/slecht stellen
ἔχων (participium)
met
βοᾶν
roepen
βοάω (βοα/η-)
θεᾶσθαι
bekijken
θεάομαι (θεα/η-)
ἀπιέναι
weggaan
ἀπέρχομαι
ἐπανιέναι
terugkeren
ἐπανέρχομαι (ἐλθ-)
ἀφιέναι
laten gaan
ἀφίημι (ἑ-, ἡ-)
εὖ
goed
(bijwoord)
ἥκιστα
helemaal niet
(bijwoord)
κύκλῳ
rondom
(bijwoord)
μέγα
zeer; luid
(bijwoord)
πλεῖον / πλέον
meer
(bijwoord)
ἄνευ
zonder
+ gen.
ἄνευ ἱππέων μάχονται
zij vechten zonder ruiters