Grieks 321 tot 400 Flashcards
ὑπισχνεῖσθαι
beloven
ὑπισχνέομαι (σχη-, σχ-)
φέρειν
dragen, verdragen
φέρω (φερ-, οἰσ-, ἐνεγκ-)
διαφέρειν
verschillen van (+ gen.)
~ω (φερ-, οἰσ-, ἐνεγκ-)
ὁ τύραννος
de tiran, de alleenheerser
τοῦ τυράννου
ἀσθενής
zwak, ziek
ἀσθενής, ἀσθενές
ζητεῖν
zoeken
ζητέω (ζητε/η-)
ἡ ἀρχή
- het begin
- de heerschappij
τῆς ἀρχῆς
ἡ βουλή
- de wil
- het plan
- de raad
τῆς βουλῆς
ἡ ἐκκλησία
de volksvergadering
τῆς ἐκκλησίας
ἡ πολιτεία
de staatsvorm
τῆς πολιτείας
ἡ φυλή
de stam
τῆς φυλῆς
ἡ ἀρετή
.de voortreffelijkheid, de deugd
τῆς ἀρετῆς
ὁ ἄρχων
- de aanvoerder
- de archont
τοῦ ἄρχοντος
εἷς
één
μία, ἕν
δύο
twee
δύο, δύο
τρεῖς
drie
τρεῖς, τρία
τέτταρες
vier
τέτταρες, τέτταρα
πέντε
vijf
ἕξ
zes
ἑπτά
zeven
ὀκτώ
acht
ἐννέα
negen
δέκα
tien
εἴκοσι
twintig
τριάκοντα
dertig
ἐκατόν
honderd
διακόσιοι
tweehonderd
διακόσιαι, διακόσια
χίλιοι
duizend
χίλιαι, χίλια
δισχίλιοι
tweeduizend
δισχίλιαι, δισχίλια
μύριοι
- tienduizend
- ontelbaar veel
μύριαι, μύρια
βαίνειν
gaan
βαίνω (βα-, βη-)
ἀναβαίνειν
omhoog gaan
ἀναβαίνω (βα-, βη-
διαβαίνειν
oversteken
διαβαίνω (βα-, βη-
ἐκβαίνειν
naar buiten gaan
ἐκβαίνω (βα-, βη-)
καταβαίνειν
afdalen
καταβαίνω (βα-, βη-)
πέμπειν
zenden
πέμπω (πεμπ-)
ἀποπέμπειν
wegzenden
ἀποπέμπω (πεμπ-)
κωλύειν
verhinderen
κωλύω (κωλυ-)
ἀκολουθεῖν
volgen (+ dat.)
~έω (ἀκολουθε/η-)
παραμένειν
blijven bij (+ dat.)
παραμένω (μεν-)
ἐπιτιθέναι
leggen op (+ dat.)
ἐπιτίθημι (θε-, θη-)
ψεύδειν
- bedriegen
- (M.) liegen
ψεύδω (ψευδ-)
ὀργίζεσθαι
boos worden op (+ dat.)
ὀργίζομαι (ὀργιδ-)
τιμωρεῖν
- wreken, straffen
- (M.) zich wreken, straffen
τιμωρέω (τιμωρε/η-)
τὸ πρᾶγμα
- de zaak
- de handeling, de gebeurtenis
τοῦ πράγματος
τὸ ὄνομα
de naam
τοῦ ὀνόματος
τὸ εἶδος
de vorm
τοῦ εἴδους
ἐλαύνειν
- voeren
- rijden
ἐλαύνω (ἐλασ-)
ἡ ἁμάξα
de wagen
τῆς ἁμάξας
ὁ κῆρυξ
de bode, de gezant
τοῦ κήρυκος
πανταχοῦ
overal
(bijwoord)
αὐτίκα
dadelijk
(bijwoord)
αὖ
- opnieuw
- daarentegen
(bijwoord)
αὖθις
opnieuw
(bijwoord)
μέλλειν
op het punt staan te, van plan
zijn te (+ inf. fut.)
μέλλω (μελ-)
τί μέλλεις ποιήσειν
wat ben je van plan te doen?
κλέπτειν
stelen
κλέπτω (κλεπ-)
ἐπίστασθαι
weten
ἐπίσταμαι (ἐπιστα-)
ἀδικεῖν
onrechtvaardig (be)handelen
ἀδικέω (ἀδικε/η-)
βοηθεῖν
helpen (+ dat.)
βοηθῶ (βοηθε/η-)
οἰκεῖν
- wonen
- bewonen
οἰκέω (οἰκε/η-)
ποιεῖν
- maken
- doen
ποιέω (ποιε/η-)
θεραπεύειν
dienen
θεραπεύω (θεραπευ-)
φοβεῖσθαι
vrezen
φοβέομαι (φοβε/η-)
καίειν
branden
καίω (καυ-)
κλαίειν
wenen
κλαίω (κλαυ-)
κλείειν
sluiten
κλείω (κλει-)
ὁ υἱός
de zoon
τοῦ υἱοῦ
συνεῖναι
samenzijn
σύνειμι (ἐσ-)
μακρός
groot, lang
μακρά, μακρόν
πλεῖν
varen
πλέω (πλευ-)
κατέχειν
tegenhouden
κατέχω (ἐχ-, σχ-)
ἀτιμάζειν
beledigen
ἀτιμάζω (ἀτιμαδ-)
ἀπολλύναι
- doden
- (M.) sterven
ἀπόλλυμι (ὀλ-
ἡ θυγάτηρ
de dochter
τῆς θυγατρός
ἔπειτα
vervolgens
(partikel)
συμβουλεύειν
aanraden, raad geven (+ dat.)
~ω (συμβουλευ-)
στρατεύειν
een veldtocht ondernemen
στρατεύω (στρατευ-)
ὁ στρατηγός
de aanvoerder
τοῦ στρατηγοῦ
ὁ στρατιώτης
de soldaat
τοῦ στρατιώτου
ἡ στρατεία
de veldtocht
τῆς στρατείας