15. Πρόβλεψη επιτόπων για Β κ' Τ λεμφοκύτταρα Flashcards
Τι ονομάζουμε αντιγόνο;
Αντιγόνο (antigen) είναι οποιαδήποτε ουσία/μόριο έχει την ικανότητα να συνδέεται
ειδικά με ένα μόριο αντισώματος ή με τον επιφανειακό υποδοχέα των δραστικών Τ
λεμφοκυττάρων (TCR) και μπορεί να αποτελέσει το στόχο της ανοσολογικής απόκρισης.
Σήμερα, γνωρίζοντας πλέον ότι η διέγερση του
ανοσοποιητικού συστήματος δεν επάγει μόνο την παραγωγή αντισωμάτων, ορίζουμε ως
αντιγόνα όλες τις ουσίες/μόρια που αναγνωρίζονται από τα κύτταρα του ειδικού σκέλους
ανοσίας (Β και Τ λεμφοκύτταρα).
Τι ονομάζουμε ανοσογόνο;
Ανοσογόνο (immunogen) είναι οποιαδήποτε ουσία/μόριο μπορεί να προκαλέσει την
παραγωγή αντισωμάτων ή και δραστικών Τ λεμφοκυττάρων, δηλαδή μπορεί να επάγει
ανοσολογική απόκριση. Κάθε ανοσογόνο είναι και αντιγόνο, αφού μπορεί να συνδεθεί και
με τα προϊόντα της ανοσολογικής απόκρισης που προκαλεί. Αντίθετα, όλα τα αντιγόνα δεν
είναι και ανοσογόνα.
Τι ονομάζουμε ανοχογόνο;
Ανοχογόνο (tolerogen) είναι μια ουσία/μόριο που επάγει την ειδική γι΄ αυτό
ανοσολογική ανοχή (δηλαδή, τη μη απόκριση του ανοσοποιητικού συστήματος έναντι
αυτού και μόνο του μορίου). Συνήθως, η μη απόκριση του ανοσοποιητικού συστήματος σε
ένα ανοχογόνο οφείλεται στη μοριακή δομή του μορίου. Το ανοχογόνο όχι μόνο
αποτυγχάνει να προκαλέσει ειδική ανοσοαπόκριση, αλλά, συνήθως, αναστέλλει τη
λεμφοκυτταρική ενεργοποίηση και σε μεταγενέστερες χορηγήσεις ακόμα και της
ανοσογονικής μορφής της ίδιας ουσίας
Τι ονομάζουμε αλλεργιογόνο;
Αλλεργιογόνο (allergen) είναι μια ουσία/μόριο που προκαλεί την αλλεργική απόκριση
του οργανισμού. Τα αλλεργιογόνα εισέρχονται στον οργανισμό από το πεπτικό σύστημα,
το αναπνευστικό σύστημα, μέσω της παρεντερικής οδού, ή μετά από επαφή με το δέρμα.
Τι ονομάζουμε απτένιο;
Απτένιο (hapten) είναι μια ουσία μικρού μοριακού βάρους, η οποία από μόνη της δεν
είναι ανοσογονική, αλλά αποκτά ανοσογονικότητα, όταν συνδεθεί με μία μεγαλύτερη
ανοσογονική πρωτεΐνη-φορέα (π.χ. την αιμοκυανίνη της πεταλίδας, KLH).
Τι είναι οι αντιγονικοί καθοριστές ή επίτοποι;
Αντιγονικοί καθοριστές ή επίτοποι (antigenic determinants ή epitopes) είναι περιοχές
των ανοσογόνων ή των αντιγόνων που συνδέονται με διαλυτά αντισώματα ή με τους
υποδοχείς των Β ή Τ λεμφοκυττάρων (BCR ή TCR, αντίστοιχα). Το μέγεθος των επιτόπων
που συνδέονται με τα αντισώματα ή τον BCR συνήθως είναι 15-22 αμινοξέα, ενώ των
επιτόπων που συνδέονται με τον TCR είναι 9-15 αμινοξέα. Δυνητικά, κάθε τμήμα ενός
ανοσογονικού μορίου μπορεί να λειτουργήσει ως επίτοπος, με αποτέλεσμα σε κάθε
ανοσογονικό μόριο να περιέχεται μεγάλος αριθμός επιτόπων.
Τι ονομάζουμε αντιγονικότητα και τι ανοσογονικότητα;
Σε αντιστοιχία με τους παραπάνω ορισμούς, η αντιγονικότητα αφορά την ιδιότητα των
αντιγόνων να συνδέονται με τα τελικά προϊόντα της ανοσολογικής απόκρισης, ενώ η
ανοσογονικότητα την ικανότητα των ανοσογόνων να επάγουν χυμική ή/και κυτταρική
ανοσοαπόκριση
Από τι εξαρτάται η ανοσογονικότητα ενός μορίου;
Η ανοσογονικότητα ενός μορίου εξαρτάται από παράγοντες που αφορούν το ίδιο το
μόριο (π.χ. μοριακό βάρος, χημική δομή, ετερογένεια), και από παράγοντες που αφορούν
τον οργανισμό (π.χ. γενετικό υπόβαθρο ως προς την έκφραση συγκεκριμένων
αλληλομόρφων των MHC μορίων, δόση και οδό χορήγησης του ανοσογόνου).
Ποια είναι τα πιο ανοσογονικά μόρια στη φύση;
Τα πιο ισχυρά ανοσογονικά μόρια που υπάρχουν στη φύση είναι οι πρωτεΐνες και οι
πολυσακχαρίτες (συνήθως μοριακού βάρους μεγαλύτερου των 40 kDa), που κυρίως
προέρχονται από επιμέρους στοιχεία (π.χ. περίβλημα, καψίδιο, κυτταρικό τοίχωμα,
μαστίγια, ινίδια, τοξίνες) βακτηρίων, ιών και άλλων μικροοργανισμών
Πότε γίνονται ανοσογονικά τα λιπίδια και τα νουκλεικά οξέα;
Τα λιπίδια και τα νουκλεϊκά οξέα αποκτούν ανοσογονικότητα μόνο όταν συνδεθούν σε πρωτεΐνες ή πολυσακχαρίτες.
Τι είναι τα ανοσοενισχυτικά έκδοχα (adjuvants);
Τα ανοσοενισχυτικά
έκδοχα είναι συνήθως άλατα μεταλλικών στοιχείων (π.χ. αλουμινίου, ασβεστίου ή
σιδήρου) ή γαλακτώματα νερού-λαδιού, με ή χωρίς στοιχεία από παθογόνους
μικροοργανισμούς, και αποτελούν συστατικά αρκετών εμπορικά διαθέσιμων εμβολίων. Η
δράση τους έγκειται στην ενεργοποίηση μηχανισμών της φυσικής ανοσίας, που έχει ως
αποτέλεσμα την ενίσχυση των επαγόμενων ειδικών ανοσοαποκρίσεων
Στον άνθρωπο μόνο άλατα αλουμινίου
Ποια τα είδη των αντιγονικών καθοριστών ή επιτόπων;
συνεχείς ή γραμμικούς (continuous ή linear) και τους ασυνεχείς ή διαμορφωτικούς
(discontinuous ή conformational). Οι γραμμικοί επίτοποι σχηματίζονται από αμινοξικά
κατάλοιπα που βρίσκονται σε συνεχόμενη/διαδοχική διάταξη στην πρωτοταγή δομή ενός
αντιγόνου. Οι διαμορφωτικοί επίτοποι αποτελούνται από αλληλουχίες
αμινοξέων που εντοπίζονται σε μη διαδοχικές περιοχές στην πρωτοταγή δομή του
αντιγόνου και σχηματίζονται κατά τη διαμόρφωση της τριτοταγούς δομής
των πρωτεϊνικών μορίων. Κατά συνέπεια, η αναγνώρισή τους από το ίδιο αντίσωμα όταν
το αντιγόνο αποδιαταχθεί/μετουσιωθεί, δεν είναι δυνατή.
Ποια μορφή μπορούν να έχουν οι επίτοποι των Β λεμφοκυττάρων;
Οι επίτοποι των Β λεμφοκυττάρων μπορεί να είναι γραμμικοί ή διαμορφωτικοί, γιατί τα
Β λεμφοκύτταρα αναγνωρίζουν πεπτιδικές αλληλουχίες των αντιγόνων που είναι προσιτές
στον υποδοχέα τους (δηλαδή εντοπίζονται στην εξωτερική επιφάνεια της τριτοταγούς
δομής του αντιγόνου), υδρόφιλες και ευκίνητες
Ποια μορφή μπορούν να έχουν οι επίτοποι των Τ λεμφοκυττάρων;
Οι επίτοποι των Τ λεμφοκυττάρων είναι
μόνο γραμμικοί και προέρχονται από επιφανειακά προσιτές και μη προσιτές περιοχές της
αλληλουχίας του αντιγόνου, γιατί τα αντιγόνα υφίστανται ενδοκυτταρική επεξεργασία στο
κυτταρόπλασμα των αντιγονοπαρουσιαστικών κυττάρων προκειμένου οι επίτοποί τους να
παρουσιαστούν στα Τ λεμφοκύτταρα μέσω των MHC μορίων
Τι είναι οι νεοεπίτοποι;
Η
τριτοταγής δομή πολλών πρωτεϊνών αλλάζει ή καταργείται κατά την διάρκεια
φυσιολογικών λειτουργιών, με αποτέλεσμα την εξαφάνιση επιτόπων που διέθετε το
αρχικό πρωτεϊνικό μόριο ή και το σχηματισμό άλλων. Αυτοί οι νεοσχηματιζόμενοι επίτοποι
ονομάζονται νεοεπίτοποι. Τυπικό παράδειγμα σχηματισμού νεοεπιτόπων αποτελεί αυτό
που συμβαίνει κατά τη διάρκεια της ενεργοποίησης διαφόρων πρωτεϊνών (π.χ. κατά την
πήξη). Μετρώντας τη συγκέντρωση μιας πρωτεΐνης με ανοσοχημικές μεθόδους και με τη
χρήση νεοεπιτόπων, επιτυγχάνουμε τη μέτρηση του φαινομένου που προκάλεσε το
σχηματισμό τους (π.χ. της ενεργοποίησης).