5b. Dickinson words 401-515, English to Greek Flashcards
throw, hurl; throw at, hit (acc.) with (dat.)
βάλλω, βαλῶ, ἔβαλον, βέβληκα, βέβλημαι, ἐβλήθην
worthless, bad, wicked
πονηρός –ά –όν
guest-friend; foreigner, stranger
ξένος ξένου, ὁ
non-Greek, foreign; barbarous
βάρβαρος –ον
where, wherever
ὅπου
benefit, be useful or profitable to
(impers.) it is of use, expedient (+ infin.);
use (noun), profit (noun), advantage
συμφέρω, συνοίσω, συνήνεγκα (+ dat.)
συμφέρει
τὸ συμφέρον
learn, hear, inquire concerning
πυνθάνομαι, πεύσομαι, ἐπυθόμην, πέπυσμαι
(+gen.)
slave
δοῦλος δούλου, ὁ
cut, cut down, cut to pieces
τέμνω, τεμῶ, ἔτεμον, -τέτμηκα, τέτμημαι, ἐτμήθην
useful, serviceable
χρήσιμος χρησίμη χρήσιμον
what sort of?
ποῖος ποία ποῖον
weapon, tool, implement (mostly pl.)
ὅπλον ὅπλου, τό
trust in others, faith; that which gives confidence, assurance, pledge, guarantee
πίστις πίστεως, ἡ
take up, seize; answer, reply; assume, suppose
ὑπολαμβάνω, ὑπολήψομαι, ὑπέλαβον, ὑπείληφα, ὑπείλημμαι, ὑπελήφθην
creator, poet
ποιητής –οῦ, ὁ
escape the notice of, be unknown; (mid. and pass.) forget
λανθάνω, λήσω, ἔλαθον, λέληθα
(+ acc. and nom. participle)
better
βελτίων βέλτιον
altogether, in all ways; at any rate
πάντως
carry; (mid. and pass) go, walk, march
πορεύω, πορεύσω, ἐπόρευσα, πεπόρευμαι, ἐπορεύθην
separate, set apart; (mid.) answer, reply
ἀποκρίνω, ἀποκρινῶ, ἀπεκρινάμην, ἀπεκρίθη
five
πέντε
danger
κίνδυνος κινδύνου, ὁ
to speak against, to accuse
κατηγορέω, κατηγορήσω, κατηγόρησα, κατηγόρηκα, κατηγόρημαι, κατηγορήθην
(+ gen.)
turn, direct towards a thing; put to flight, defeat; (pass.) turn one’s steps in a certain direction, go
τρέπω, τρέψω, ἔτρεψα, τέτροφα, ἐτράπην
nevertheless, all the same, notwithstanding
ὅμως
divine
θεῖος θεία θεῖον
horseman, rider, charioteer
ἱππεύς ἱππέως, ὁ
get, gain, acquire
κτάομαι, κτήσομαι, ἐκτησάμην, κέκτημαι
leave, abandon
λείπω, λείψω, ἔλιπον, λέλοιπα, λέλειμμαι, ἐλείφθην
will, determination; counsel, piece of advice; council of elders
βουλή βουλῆς, ἡ
hope; expectation
ἐλπίς ἐλπίδος, ἡ
a drawing, painting, writing; indictment
γραφή γραφῆς, ἡ
beget, give birth to, produce
τίκτω, τέξω or τέξομαι, ἔτεκον, τέτοκα, τέτεγμαι, ἐτέχθην
take care of, provide for
κομίζω, κομιῶ, ἐκόμισα, κεκόμικα, κεκόμισμαι, ἐκομίσθην
life, spirit; soul, heart, mind
θυμός θυμοῦ, ὁ
see, look (at)
βλέπω, βλέψομαι, ἔβλεψα
panic, fear, flight
φόβος φόβου, ὁ
constitution, citizenship, republic
πολιτεία –ας, ἡ
stadion or stade
(the longest Greek unit of linear measure, about 185 meters)
στάδιον σταδίου, τό (pl. στάδια and στάδιοι)
think, intend to (+ infin.); be minded towards (+ adv. and dat.)
φρονέω, φρονήσω, ἐφρόνησα
such (as this), of such a sort (as this)
τοιόσδε τοιάδε τοιόνδε
set in motion, urge on; (intrans.) start, hasten on
ὁρμάω, ὁρμήσω, ὥρμησα, ὥρμηκα, ὥρμημαι, ὡρμήθην
get ready, prepare, provide
παρασκευάζω, παρασκευάσω, παρεσκεύασα
talk, chatter, babble
λαλέω, λαλήσω, ἐλάλησα, λελάληκα, ἐλαλήθην
do, accomplish
δράω, δράσω, ἔδρασα, δέδρακα, δέδραμαι, ἐδράσθην
look at, watch; look into, consider, examine
σκοπέω, σκοπήσω, ἐσκόπησα