3a. Dickinson words 201-300, Greek to English Flashcards
ἀρετή ἀρετῆς, ἡ
goodness, excellence; virtue; valor, bravery
ὑμέτερος ὑμετέρα ὑμέτερον
your, yours (pl.; σός = sg.)
ἔτος ἔτους, τό
year
ἀντί
opposite (+ gen.)
ναῦς νεώς, ἡ
ship
τρίτος τρίτη τρίτον
third
πνεῦμα πνεύματος, τό
wind, breath, spirit
ὀρθός ὀρθή ὀρθόν
upright, straight, true, regular
θάλασσα θαλάσσης, ἡ
the sea
διαφέρω, διοίσω, διήνεγκα and διήνεγκον, διενήνοχα, διενήνεγμαι
διαφέρει
carry in different ways, spread; differ; (impers.)
it makes a difference to (+ dat.)
μέχρι
until; (prep.) as far as, up to (+ gen.)
δόξα δόξης, ἡ
opinion, judgment; reputation, honor, glory
κεφαλή κεφαλῆς, ἡ
head
πῦρ πυρός, τό
fire
ἐλάσσων ἔλασσον
smaller, less, fewer
(comp. of μικρός)
πούς ποδός, ὁ
foot
ἱερός ἱερά ἱερόν
holy, venerated, divine
εὐθύς εὐθεῖα εὐθύ
εὐθύ (adv.)
straight, direct
(adv.) immediately
εἶμι
infin. ἰέναι; ptc. ἰών, ἰοῦσα, ἰόν
I will go
(fut. of ἔρχομαι)
ταχύς ταχεῖα ταχύ
τάχα
quick, fast; (adv.)
quickly; perhaps
ποταμός –οῦ, ὁ
river, stream
οὐσία οὐσίας, ἡ
substance, property; essence
ἀριθμός –οῦ, ὁ
number
ὕστερος ὑστέρα ὕστερον
(adv.) ὕστερον
coming after, following (+gen.); next, later
(adv.) afterwards
φυλάσσω, φυλάξω, ἐφύλαξα, πεφύλαχα, πεφύλαγμαι, ἐφυλάχθην
watch, guard, defend; (mid.) be on one’s guard against (+acc.)
καιρός καιροῦ, ὁ
the right time
οἰκέω, οἰκήσω, ᾤκησα, ᾤκηκα, ᾠκήθην
inhabit, occupy
ἀμφότερος ἀμφοτέρα ἀμφότερον
both
σημεῖον σημείου, τό
sign, signal, mark
παρέχω, παρέξω, παρέσχον, παρέσχηκα
impf. παρεῖχον
provide
ἑκάτερος ἑκατέρα ἑκάτερον
each (of two)
δηλόω, δηλώσω, ἐδήλωσα, δεδήλωκα, ἐδηλώθην
show, declare, explain
οἰκεῖος οἰκεία οἰκεῖον
domestic, of the house; one’s own; fitting, suitable
κελεύω, κελεύσω, ἐκέλευσα, κεκέλευκα, κεκέλευσμαι, ἐκελεύσθην
order, bid, command (+ acc. and infin.)
τέλος τέλους, τό
end, fulfillment, achievement
ἡγέομαι, ἡγήσομαι, ἡγησάμην, ἥγημαι
lead, be the leader; regard, believe, think
ἄξιος ἀξία ἄξιον
worthy, deserving
ἦ
truly (emphasizes what follows)
δῆλος δήλη δῆλον
visible, clear, manifest
τοίνυν (τοί-νυν)
therefore, accordingly (inferential); further, moreover (transitional)