4b. Dickinson words 301-400, English to Greek Flashcards
strong, powerful, able
δυνατός –ή –όν
house, home, family
οἶκος οἴκου, ὁ
best, noblest
ἄριστος ἀρίστη ἄριστον
easy
ῥᾴδιος ῥᾳδία ῥᾴδιον
take from, take away
ἀφαιρέω, ἀφαιρήσω, ἀφεῖλον, ἀφῄρηκα, ἀφῄρημαι, ἀφῃρέθην
luck, fortune (good or bad), fate, chance
τύχη τύχης, ἡ
face, mask, person
πρόσωπον προσώπου, τό
trust, rely on, believe in (+ dat.)
πιστεύω, πιστεύσω, ἐπίστευσα, πεπίστευκα, πεπίστευμαι, ἐπιστεύθην
teach
διδάσκω, διδάξω, ἐδίδαξα, δεδίδαχα, δεδίδαγμαι, ἐδιδάχθην
up, upwards
ἄνω
arrange, put in order
τάσσω, τάξω, ἔταξα, τέταχα, τέταγμαι, ἐτάχθην
eye
ὀφθαλμός –οῦ, ὁ
take, accept; welcome, entertain
δέχομαι, δέξομαι, ἐδεξάμην, δέδεγμαι, -εδέχθην
come to, arrive at
ἀφικνέομαι, ἀφίξομαι, ἀφικόμην, ἀφῖγμαι
sufficient, enough; competent, able to (+ infin.)
ἱκανός –ή –όν
work, labor
ἐργάζομαι, ἐργάσομαι, εἰργασάμην, εἴργασμαι
battle
μάχη μάχης, ἡ
nourish, feed, support, maintain; rear, educate
τρέφω, θρέψω, ἔθρεψα, τέθραμμαι, ἐτράφην
impossible; powerless
ἀδύνατος –ον
where?
πού
from where, whence
ὅθεν
mouth, face, opening
στόμα στόματος, τό
without, separate from
χωρίς (+ gen.)
stronger, mightier; better, more excellent
κρείσσων κρεῖσσον
brief, short
βραχύς βραχεῖα βραχύ
strong
ἰσχυρός –ά –όν
truth
ἀλήθεια ἀληθείας, ἡ
justice, lawsuit, trial, penalty
δίκη δίκης, ἡ
place, spot, district
χωρίον χωρίου, τό
sweet, pleasant
ἡδύς ἡδεῖα ἡδύ
disease, sickness
νόσος νόσου, ὁ
stone
λίθος λίθου, ὁ
old, ancient
παλαιός –ά –όν
send away, let go; let alone, neglect
ἀφίημι, ἀφήσω, ἀφῆκα, ἀφεῖκα, ἀφεῖμαι, ἀφείθην
otherwise
ἄλλως
action, transaction, business
πρᾶξις πράξεως, ἡ
clear
σαφής σαφές
wise, clever, skilled
σοφός –ή –όν
conquer, win
νικάω, νικήσω, ἐνίκησα, νενίκηκα, νενίκημαι, ἐνικήθην
agree with, say the same thing as (+ dat.)
ὁμολογέω, ὁμολογήσω, ὡμολόγησα, ὡμολόγηκα, ὡμολόγημαι, ὡμολογήθην