3.Κλινική εξέταση δέρματος 43-47 Flashcards
Κηλίδα- macule
Επίπεδη μεταβολή του χρώματος του δέρματος ή του βλεννογόνου χωρίς μεταβολή στη σύσταση, το πάχος ή την ανάγλυφη κατασκευή
Βλατίδα- papule
Στέρεη, επηρμένη βλατίδα,
Πομφός
Μορφή πλάκας ή βλατίδας που αποτελείται από λευκό ή ρόδινο οίδημα του δέρματος με ή χωρίς περιφερικό οίδημα. Οι πομφοί εμφανίζονται και εξαφανίζονται σε λίγες ώρες
κνίδωση
αγγειο-οίδημα
Οζίδιο- nodule
Περιγεγραμμένη, ψηλαφητή μάζα, μικρότερη από 1 εκ., η οποία εξελίσσεται από το βάθος του δέρματος προς την επιφάνεια δημιουργώντας υπέγερση
Nodule’s depth of involvement and/or palpability differentiates it from a papule, which is more superficial and of epidermal origin
οζώδες ερύθημα
Φυσαλίδα-vesicle
μικρό έπαρμα της επιδερμίδας μικρότερο 1 εκατοστο που περιέχει υγρό
Φλύκταινα-pustule
μικρό έπαρμα της επιδερμίδας μικρότερο ένα εκατοστο που περιέχει πύον
Πομφόλυγα- bulla
μεγαλύτερο >1εκ έπαρμα της επιδερμίδας που περιέχει υγρό
υποκεράτια
υπερβασική
υποδερματικές
πέμφιγγα
πομφολιγώδες πεμφιγοειδές
Απολέπιση- Λέπια -scale
Πετάλια της επιδερμίδας, τα οποία αποτελούνται από συσσώρευση φυσιολογικής ή μη φυσιολογικής κερατίνης
ψωρίαση
Ατροφία
Ελάττωση ή εξάλειψη μερικών ή όλων των στοιβάδων του δέρματος
σκληρόδερμα
Ουλή
νεοσχηματισμένος ιστός που αντικαθιστά κατεστραμμένα συστατικά του δέρματος και αποτελείται κυρίως από συνδετικό ιστό που καλύπτεται από λεπτό επιθήλιο
επίπεδη
ατροφική
χηλοειδές
Πλάκα -plaque
Μόρφωμα του δέρματος, διαμέτρου > 1 εκ., με επηγερμένη επίπεδη επιφάνεια και επιφανειακή τάση εξάπλωσης
ψωρίαση
ερυσίπελας
Διάβρωση-erosion
απώλεια των επιφανειακών στοιβάδων της επιδερμίδας λόγω νοσογόνου ή μηχανικής αιτίας. Το βάθος της δεν ξεπερνάει το όριο της βασικής στοιβάδας
Έλκωση-ulcer
Καταστροφή των στοιβάδων του δέρματος η οποία φτάνει μέχρι το χόριο και κατά την επούλωσή του καταλείπει ουλή
ραγάδα-fissure
απώλεια στοιβάδων του δέρματος πέραν της βασικής στιβάδας
Έλκος:
απώλεια των στιβάδων του δέρματος που φθάνει μέχρι το χόριο ή και βαθύτερα και επουλώνεται με τη δημιουργία ουλής