Vocabulary Chapter 3 English to Greek Flashcards
earth
γαῖα, γαίᾱς, ἡ
γῆ, γῆς, ἡ
land
γαῖα, γαίᾱς, ἡ
γῆ, γῆς, ἡ
host
ξένος, ξένου, ὁ
guest
ξένος, ξένου, ὁ
guest-friend
ξένος, ξένου, ὁ
stranger
ξένος, ξένου, ὁ
foreigner
ξένος, ξένου, ὁ
sky
οὑρανός, οὐρανοῦ, ὁ
heaven
οὑρανός, οὐρανοῦ, ὁ
labor
πόνος, πόνου, ὁ
toil
πόνος, πόνου, ὁ
distress
πόνος, πόνου, ὁ
suffering
πόνος, πόνου, ὁ
ally
σύμμαχος, συμμάχου, ὁ
rule
ἄρχω, ἄρξω, ἦρξα, ἦρχα, ἦργναι, ἤρχθην
[middle] begin
ἄρχω, ἄρξω, ἦρξα, ἦρχα, ἦργναι, ἤρχθην
teach
διδάσκω, διδάξω, ἐδίδαξα, δεδίδαχα, δεδίδαγμαι, ἐδιδάχθην
explain
διδάσκω, διδάξω, ἐδίδαξα, δεδίδαχα, δεδίδαγμαι, ἐδιδάχθην
[middle] cause (someone) to be taught
διδάσκω, διδάξω, ἐδίδαξα, δεδίδαχα, δεδίδαγμαι, ἐδιδάχθην
be willing (consent)
ἐθέλω/θέλω, ἐθελήσω, ἠθέλησα, ἠθέληκα, _____, _____
active voice only. Imperfect stem always ἐθελ-. Frequently takes Object Infinitive, sometime implied.
wish
ἐθέλω/θέλω, ἐθελήσω, ἠθέλησα, ἠθέληκα, _____, _____
active voice only. Imperfect stem always ἐθελ-. Frequently takes Object Infinitive, sometime implied.
refuse
ἐθέλω/θέλω, ἐθελήσω, ἠθέλησα, ἠθέληκα, _____, _____ with οὐ/μή
active voice only. Imperfect stem always ἐθελ-. Frequently takes Object Infinitive, sometime implied.
say
λέγω, λέξω, ἔλεξα/εἶπον, _____, λέλεγμαι, ἐλέχθην
speak (of)
λέγω, λέξω, ἔλεξα/εἶπον, _____, λέλεγμαι, ἐλέχθην