Ch 9: Η ΠΑΝΗΓΥΡΙΣ (α) Flashcards
participles
Participles in this chapter
η στοα
της στοας
the walkway
πειναω, πεινωσιν
i hunger, they hunger
ἐναντίος, ἐναντία, ἐναντίον
opposite
σκοτεινός, σκοτεινή, σκοτεινόν
that has no light : dark
τὸ ἄγαλμα, τοῦ ἀλγάλματος
image, statue
ὁ ἀλλᾶς, τοῦ ἀλλᾶντος
τους αλλαντας
sausage
ὠθίζει (ὠθίζομαι)
i push
ὁ αλλαντοπωλης
του αλλαντοπωλου
the vendor
ενοπλιος, ενοπλιον
armored
ὠνεῖται (ὠνέομαι)
he buys, i buy
πίνει (πίνω, a: ἔπιον )
i drink
τὰ ὤνια, τῶν ὠνίων
produce
participles
Participles in this chapter
the walkway
η στοα
της στοας
i hunger, they hunger
πειναω, πεινωσιν
opposite
ἐναντίος, ἐναντία, ἐναντίον
that has no light : dark
σκοτεινός, σκοτεινή, σκοτεινόν
image, statue
τὸ ἄγαλμα, τοῦ ἀλγάλματος
sausage
ὁ ἀλλᾶς, τοῦ ἀλλᾶντος
τους αλλαντας
i push
ὠθίζει (ὠθίζομαι)
the vendor
ὁ αλλαντοπωλης
του αλλαντοπωλου
armored
ενοπλιος, ενοπλιον
he buys, i buy
ὠνεῖται (ὠνέομαι)
i drink
πίνει (πίνω, a: ἔπιον )
the goods, the wares, produce
τὰ ὤνια, τῶν ὠνίων
τὸ δόρυ, τοῦ δόρατος
spear
τὸ ἱερόν, τοῦ ἱεροῦ
temple
ἡ πομπή, τῆς πομπῆς
escort, procession
τὰ προπύλαια, τῶν προπυλαίων
before the gate
οἱ τεκόντες, τῶν τεκόντων
parents
ἀνέχει (ἀνέχω, f: ἀνέξω, a: ἀνέσχον)
hold up
εἰσκαλεῖ (εἰσκαλέω, a: εἰσεκάλεσα)
to call someone
καθίζεται (καθίζομαι)
sit
καθορᾷ (καθοράω, a: κατεῖδον)
to look downwards
κοσμεῖ (κοσμέω)
to bring order or beauty to something: orders, arranges
λάμπεται (λάμπομαι)
shines
πεινῇ (πεινάω, f: πεινήσω, a: ἐπείνησα)
is hungry
συλλέγεται (συλλέγομαι)
collect
(τὸ χρῆμα, τοῦ χρήματος)
money
η εικων
της εικονος
image
ειμι
ὤν ουσα ον
οντος ουσης οντος
καλλιστος, καλλιστη, καλλιστον
bellissimo
ἅ
relative pronoun neuter nominative plural
η ασπις
της ασπιδος
the shield
ανεχω
αιρω
εισω
ενδον
εντος
οργιλως εχει
χαλεπαινει
αγαναχτει
ἕτοιμος, ἑτοίμη, ἕτοιμον
ready, prepared
ἥσυχος, ἥσυχος, ἥσυχον
silent
τελευταῖος, τελευταία, τελευταῖον
last