Verbs Passive - Imperative - Α το Ω Flashcards
αγαπιέμαι -
I am loved
αγαπήσου - αγαπηθείτε
αγκυλώνομαι -
I get stung
αγκυλώσου - αγκυλωθείτε
αδικούμαι -
I am wronged
αδικήσου - αδικηθείτε
αισθάνομαι -
I feel/sense
αισθανθείτε
αναρωτιέμαι -
I wonder
αναρωτήσου - αναρωτηθείτε
απαγορεύεται -
It is forbidden (3rd person - it)
απαγορεύσου - απαγορευτείτε
απασχολούμαι -
I am occupied with/busy with
απασχολήσου - απασχοληθείτε
απογοητεύομαι -
I become disappointed
απογοητεύσου - απογοητευτείτε
αρνούμαι -
I deny/refuse
αρνήσου - αρνηθείτε
ασκούμαι -
I practise/excercise
ασκήσου - ασκηθείτε
ασχολούμαι -
I am occupied/involved/work on
ασχολήσου - ασχοληθείτε
αφοσιώνομαι -
I concentrate/dedicate myself
αφοσιώσου - αφοσιωθείτε
βαριέμαι -
I am bored
βαρέσου - βαρεθείτε
βιάζομαι -
I am in a hurry
βιάσου - βιαστείτε
βρίσκομαι -
I find myself/am situate
βρεθείτε
γελιέμαι -
I am deceived/misled
γελάσου - γελαστείτε
γεννιέμαι -
I am born
γεννήσου - γεννηθείτε
γεύομαι -
I taste/try
γέψου - γευτείτε
γίνομαι -
I become/happen
γίνου - γίνετε
γυμνάζομαι -
I exercise myself
γυμνάσου - γυμναστείτε
δανείζομαι -
I borrow
δανείσου - δανειστείτε
δέχομαι -
I accept/receive
δέξου - δεχτείτε
διασκεδάζομαι -
I amused/ be amused
διασκεδαάσου - διασκεδαστείτε
διηγούμαι -
I relate/tell/narrate
διηγήσου - διηγηθείτε
δικαιολογούμαι -
I excuse myself
δικαιολογήσου - δικαιολογηθείτε
δροσίζομαι -
I cool down, relieve thirst
δροσίσου - δροσιστείτε
εμφανίζομαι -
I appear/seem
εμφανίσου - εμφανιστείτε
ενδιαφέρομαι -
I am interested in
ενδιαφέρσου - ενδιαφερθείτε
ενοχλούμαι -
I am annoyed/bothered
ενοχλήσου - ενοχληθείτε
εξαρτιέμαι/ώμαι -
I depend on
εξαρτήσου - εξαρτηθείτε
εξαφανίζομαι -
I disappear
εξαφανίσου - εξαφανιστείτε
εξυπηρετούμαι -
I am attended/served
εξυπηρετήσου - εξυπηρετηθείτε
επισκέφτομαι (or π) -
I visit
επισκέψου - επισκεφτείτε
επωφελούμαι -
I take advantage of
επωφελήσου - επωφεληθείτε
εργάζομαι -
I work
εργάσου - εργαστείτε
έρχομαι -
I come
έλα - ελάτε
ερωτεύομαι -
I am loved/be in love with
ερωτεύσου - ερωτευτείτε
ετοιμάζομαι -
I get myself ready
ετοιμάσου - ετοιμαστείτε
εύχομαι -
I wish, give blessing
ευχήσου - ευχηθείτε
ζαλίζομαι -
I become sea-sick
ζαλίσου - ζαλιστείτε
ζεσταίνομαι -
I become hot
ζεστάσου - ζεσταθείτε
θλίβομαι -
I grieve/sadden
θλίβεστε
θυμάμαι -
I remember
θυμήσου - θυμηθείτε