Verbs Active - Imperative - A to Ω Flashcards

1
Q

αγαπώ -

I love

A

αγάπησε - αγαπήστε

How well did you know this?
1
Not at all
2
3
4
5
Perfectly
2
Q

αγγίζω -

I touch

A

άγγιξε - αγγίξτε

How well did you know this?
1
Not at all
2
3
4
5
Perfectly
3
Q

αγκαλιάζω -

I hug/embrace/cuddle

A

αγκάλιασε-αγκαλιάστε

How well did you know this?
1
Not at all
2
3
4
5
Perfectly
4
Q

αγκυλώνω -

I sting/prick

A

αγκύλωσε - αγκυλώστε

How well did you know this?
1
Not at all
2
3
4
5
Perfectly
5
Q

αγνοώ -

I ignore

A

αγνόησε - αγνούστε

How well did you know this?
1
Not at all
2
3
4
5
Perfectly
6
Q

αγοράζω -

I buy

A

αγόρασε - αγοράστε

How well did you know this?
1
Not at all
2
3
4
5
Perfectly
7
Q

αγχώνω -

I worry/stress

A

άγχωσε - αγχωρώστε

How well did you know this?
1
Not at all
2
3
4
5
Perfectly
8
Q

αδειάζω -

I empty/unpack/evacuate

A

άδειασε - αδειάστε

How well did you know this?
1
Not at all
2
3
4
5
Perfectly
9
Q

αδιαφορώ -

I ignore/disregard/neglect

A

αδιαφόρησε - αδιαφορήστε

How well did you know this?
1
Not at all
2
3
4
5
Perfectly
10
Q

αδυνατώ -

I incapable/be unable

A

αδυνατείτε

How well did you know this?
1
Not at all
2
3
4
5
Perfectly
11
Q

ακολουθώ -

I follow

A

ακολούθησε - ακολουθήστε

How well did you know this?
1
Not at all
2
3
4
5
Perfectly
12
Q

ακουμπώ -

I touch/stand/lean/place

A

ακούμπησε - ακουμπήστε

How well did you know this?
1
Not at all
2
3
4
5
Perfectly
13
Q

ακούω -

I hear/listen

A

άκουσε - ακούστε

How well did you know this?
1
Not at all
2
3
4
5
Perfectly
14
Q

ακυρώνω -

I cancel/invalidate

A

ακύρωσε - ακυρώστε

How well did you know this?
1
Not at all
2
3
4
5
Perfectly
15
Q

αλείφω -

I wipe/ grease/smear/spread

A

άλειψε - αλείψτε

How well did you know this?
1
Not at all
2
3
4
5
Perfectly
16
Q

αλλάζω -

I change

A

άλλαξε-αλλάξτε

How well did you know this?
1
Not at all
2
3
4
5
Perfectly
17
Q

αμφιβάλλω -

I doubt

A

αμφίβαλε - αμφιβάλετε

How well did you know this?
1
Not at all
2
3
4
5
Perfectly
18
Q

ανάβω -

I ignite/light/turn on

A

άναψε - ανάψτε

How well did you know this?
1
Not at all
2
3
4
5
Perfectly
19
Q

αναγνωρίζω -

I recognise

A

αναγνώρισε - αναγνωρίστε

How well did you know this?
1
Not at all
2
3
4
5
Perfectly
20
Q

αναθαρρεύω -

I am encouraged

A

αναθάρρεψε - αναθαρρέψτε

How well did you know this?
1
Not at all
2
3
4
5
Perfectly
21
Q

ανακαλύπτω -

I discover/find out

A

ανακάλυψε - ανακαλύψτε

How well did you know this?
1
Not at all
2
3
4
5
Perfectly
22
Q

ανακατεύω -

I stir/mix/mingle

A

ανακάτεψε - ανακατέψτε

How well did you know this?
1
Not at all
2
3
4
5
Perfectly
23
Q

ανακοινώνω -

I announce/communicate

A

ανακοίνωσε - ανακοινώστε

How well did you know this?
1
Not at all
2
3
4
5
Perfectly
24
Q

αναλαμβάνω -

I assume/undertake

A

ανάλαβε - αναλάβετε

How well did you know this?
1
Not at all
2
3
4
5
Perfectly
25
αναμένω - | I expect/wait
ανάμεινε - αναμείνετε
26
αναπτύσσω - | I develop/unfold
ανέπτυξε - ανεπτύξτε
27
αναστενάζω - | I sigh
αναστέναξε - αναστενάξτε
28
αναφέρω - | I mention/report/quote
ανάφερε - αναφέρετε
29
αναχωρώ - | I leave/depart
αναχώρησε - αναχώρήστε
30
ανεβαίνω - | I go up/ascend
ανέβε-ανεβείτε
31
ανεβάζω - | I raise/lift up
ανέβασε - ανεβάστε
32
ανησυχώ - | I worry
ανησύχησε - ανησυχήστε
33
ανοίγω - | I open
άνοιξε - ανοίξτε
34
ανταμώνω - | I meet/come across
αντάμωσε - ανταμώστε
35
αντέχω - | I bear/endure/hold/resist
άντεξε - αντέξετε
36
αντιπαθώ - | I dislike
αντιπάθησε - αντιπαθήστε
37
απαγορεύω - | I forbid/ban/prohibit
απαγόρεψε - απαγορέψτε
38
απαντάω - | I answer/reply
απάντησε - απαντήστε
39
απασχολώ - | I distract/occupy
απασχόλησε - απασχολήστε
40
απέχω - | I abstain/be distant from
άπεχε - απέχετε
41
απλώνω - | I spread/stretch/extend
άπλωσε - απλώστε
42
απογοητεύω - | I disappoint/fail
απογοήτεψε - απογοητέψτε
43
αποδοκιμάζω - | I disapprove/dislike
αποδοκίμασε - αποδοκιμάστε
44
αποθέτω - | I put down/deposit/confide
απέθεσε - απεθέστε
45
αποκαλύπτω - | I reveal/uncover/divulge
αποκάλυψε - αποκαλύψετε
46
αποκτώ - | I get/gain/aquire/have children
απόκτησε - αποκτήστε
47
αποκρούω - | I reject/repel/repulse
απόκρουσε - αποκρούστε
48
απολαμβάνω - | I enjoy/relish/gain
απόλαυσε - απολαύστε
49
απομακρύνω - | I move away from
απομάκρυνε - απομακρύνετε
50
απορώ - | I wonder/be amazed
απόρησε - απορήστε
51
αποτελώ - | I form/constitute
αποτέλεσε - αποτελέστε
52
αποφασίζω - | I decide/resolve
αποφάσισε - αποφασίστε
53
αρέσω - | I am liked
άρεσε - αρέστε
54
αργώ - | I am late
άργησε - αργήστε
55
αρπάζω - | I snatch/grab/seize/carry off
άρπαξε - αρπάξτε
56
αρχίζω - | I begin
άρχισε - αρχίστε
57
αφαιρώ - | I remove/subtract
αφαίρεσε - αφαιρέστε
58
αφήνω - | I let/allow/leave
άφησε-αφήστε - άσε?
59
βάζω - | I put/place
βάλε-βάλτε
60
βαραίνω - | I weigh down/burden
βάρυνε - βαρύνετε
61
βαρώ - | I hit/beat/strike (hard)
βάρεσε - βαρέστε
62
βάφω - | I paint
βάψε - βάψτε
63
βγάζω - | I put out/off/remove
βγάλε - βγάλτε
64
βγαίνω - | I go out
βγές-βγείτε
65
βελάζω - | I bleat
βέλαξε - βελάξτε
66
βελτιώνω - | I improve
βελτίωσε - βελτιώστε
67
βήχω - | I cough
βήξε - βήξστε
68
βλάπτω - | I harm/hurt/damage
βλάψε - βλάψτε
69
βλέπω - | I see
δες - δείτε
70
βοηθώ - | I help
βοήθησε - βοηθήστε
71
βολεύω - | I fit in/settle/accommodate/make do
βόλεψε - βολέψτε
72
βόσκω - | I graze/wander aimlessly
βόσκησε - βοσκήστε
73
βουτώ (άω) - | I dip/dive/plunge
βούτηξε - βουτήξτε
74
βράζω - | I boil
βράσε - βράστε
75
βρέχει - | I rain
βρέχε - βρέχετε (cont)
76
βρίσκω - | I find
βρες-βρείτε
77
γαβγίζω - | I bark
γάβγισε - γαβγίστε
78
γαρνίρω - | I garnish
γάρνιρε - γαρνίρετε
79
γδέρνω - | I scratch/scrape/skin
γδάρε - γδάρτε
80
γελάω - | I laugh
γέλασε - γελάστε
81
γεμίζω - | I fill/stuff
γέμισε - γεμίστε
82
γέρνω - | I lean/sag/incline
γείρε - γείρτε
83
γερνώ - | I get old
γέρασε - γεράστε
84
γιορτάζω - | I celebrate
γιόρτασε - γιορτάστε
85
γκρεμίζω - | I demolish/throw down
γκρέμισε - γκρεμίστε
86
γκρινιάζω - | I grumble/nag
γκρίνιαξε - γκρινιάξτε
87
γλείφω - | I lick
γλείψε - γλείψτε
88
γλεντάω - | I celebrate/have fun
γλέντησε - γλεντήστε
89
γλιστρώ - | I slide/slip
γλίστρησε - γλιστρήστε
90
γνωρίζω - | I know/meet/be aquainted with
γνώρισε - γνωρίστε
91
γοητεύω - | I charm/attract
γοήτεψε - γοητέψτε
92
γράφω - | I write
γράψε - γράψτε
93
γυρεύω - | I search/look for/seek
γύρεψε - γυρέψτε
94
γυρίζω - | I return
γύρισε - γυρίστε
95
γυρνάω - | I turn/return/revolve
γύρισε - γυρίστε
96
δαγκώνω - | I bite
δάγκωσε - δαγκώστε
97
δακρύζω - | I cry/shed tears
δάκρυσε - δακρύστε
98
δανείζω - | I lend
δάνεισε - δανείστε
99
δείχνω - | I show/point/indicate
δείξε - δείξτε
100
δένω - | I tie/bind/link
δέσε - δέστε
101
δέρνω - | I beat/strike/whip
δείρε - δείρετε
102
δηλώνω - | I declare/proclaim/state
δήλωσε - δηλώστε
103
δημιουργώ - | I create/construct
δημιούργησε - δημιουργήστε
104
διαβάζω - | I read
διάβασε - διαβάστε
105
διαθέτω - | I use/afford/ bequeath/dispose
διάθεσε - διαθέστε
106
διαιρώ - | I divide/split/distribute
διαίρεσε - διαιρέστε
107
διαλέγω - | I choose/select/pick
διάλεξε-διαλέξτε
108
διαρκώ - | I last/endure/continue/carry on
διάρκεσε - διαρκέστε
109
διασκεδάζω - | I amuse someone
διασκέδασε - διασκεδάστε
110
διατηρώ - | I keep/hold/maintain/preserve
διατήρησε - διατηρήστε
111
διαφωνώ - | I disagree
διαφώνησε - διαφωνήστε
112
διδάσκω - | I teach
δίδαξε - διδάξτε
113
δικαιολογώ - | I justify/excuse
δικαιολόγησε - δικαιολογήστε
114
δίνω - | I give
δώσε-δώστε
115
διοργανώνω - | I organise
διοργάνωσε - διοργανώστε
116
διπλώνω - | I fold/wrap
δίπλωσε - διπλώστε
117
διστάζω - | I hesitate/doubt
δίστασε - διστάστε
118
διψώ (άω) - | I am thirsty
δίψασε - διψάστε
119
διώκω - | I chase/expel
δίωξε - διώξτε
120
δοκιμάζω - | I try on/taste
δοκίμασε - δοκιμάστε
121
δουλεύω - | I work
δούλεψε - δουλέψτε
122
δυσπιστώ - | I distrust
δυσπίστησε - δυσπιστήστε
123
δωρίζω - | I donate/offer
δώρισε - δωρίστε
124
είμαι - | I am / (to be)
είσαι - είστε
125
ελέγχω - | I check/test/control
έλεγξε - ελέγξτε
126
ελπίζω - | I hope/wish for
έλπισε - ελπίσετε
127
εκδηλώνω - | I show/display/express/manifest
εκδήλωσε - εκδηλώστε
128
εκτελώ - | I perform/execute/carry out
εκτέλεσε - εκτελέστε
129
εκφράζω - | I express/reveal
έκφρασε - εκφράστε
130
εμφανίζω - | I show/present/reveal
εμφάνισε - εμφανίστε
131
ενημερώνω - | I inform/update
ενημέρωσε - ενημερώστε
132
ενθυμίζω - | I remind/bring to mind
ενθύμισε - ενθυμίστε
133
εννοώ - | I mean/intend
εννόησε - εννοήστε
134
ενοχλώ - | I bother/ disturb/ annoy
ενόχλησε - ενοχλήστε
135
ενώνω - | I join/unite
ένωσε - ενώστε
136
εντυπωσιάζω - | I impress
εντυπωσίασε - εντυπωσιάστε
137
εξακολουθώ - | I continue/go on
εξακολούθησε - εξακολουθήστε
138
εξαφανίζω - | I eliminate/make disappear
εξαφάνισε - εξαφανίστε
139
εξερευνώ - | I explore
εξερεύνησε - εξερευνήστε
140
εξετάζω - | I examine
εξέτασε - εξετάστε
141
εξηγώ - | I explain
εξήγησε - εξηγήστε
142
εξυπηρετώ - | I serve
εξυπηρέτησε - εξυπηρετήστε
143
επανορθώνω - | I redress/rectify/restore/make up
επανόρθωσε - επανορθώστε
144
επιβεβαιώνω - | I confirm
επιβεβαίωσε - επιβεβαιώστε
145
επιβιώνω - | I survive
επιβίωσε - επιβιώστε
146
επικοινωνώ - | I communicate
επικοινώνησε - επικοινωνήστε
147
επιλέγω - | I choose/select
επέλεξε - επιλέξτε
148
επιμένω - | I insist
επέμεινε - επιμείνετε
149
επισκευάζω - | I repair/mend
επισκεύασε - επισκευάστε
150
επιτρέπω - | I allow /permit
επίτρεψε - επιτρέψτε
151
ετοιμάζω - | I get ready/prepare/plan
ετοίμασε - ετοιμάστε
152
έχω - | I have
έχε - έχετε
153
ζεσταίνω - | I heat/warm/make hot
ζέστανε - ζεστάνετε
154
``` ζηλεύω - I jealous (be)/envy ```
ζήλεψε - ζηλέψτε
155
ζητάω - | I look for/seek/ask for
ζήτησε - ζητήστε
156
ζυγίζω - | I weigh
ζύγισε - ζυγίστε
157
ζώ - | I live
ζήσε - ζήστε
158
ζωγραφίζω - | I paint/draw/depict
ζωγράφισε - ζωγραφίστε
159
``` ηχογραφώ - I record (audio) ```
ηχογράφησε - ηχογραφήστε
160
θάβω - | I bury
θάψε - θάψτε
161
θαμπώνω - | I amaze/dazzle
θάμπωσε - θαμπώστε
162
θαυμάζω - | I admire/wonder
θαύμασε - θαυμάστε
163
θέλω - | I want
θέλησε - θελήστε
164
θερίζω - | I reap/mow/harvest
θέρισε - θερίσετε
165
θέτω - | I put/place/set
θέσε - θέστε
166
θεωρώ - | I consider/regard/think
θεώρησε - θεωρήστε
167
θρηνώ - | I mourn/lament
θρήνησε - θρηνήστε
168
θρυμματίζω - | I shatter/break into pieces
θρυμμάτισε - θρυμματίστε
169
θυμίζω - | I remind
θύμισε - θυμίστε
170
``` θυμώνω - I angry (become) ```
θύμωσε - θυμώστε
171
ιδρώνω - | I perspire/sweat
ίδρωσε - ιδρώστε
172
ικανοποιώ - | I satisfy
ικανοποίησε - ικανοποιήστε
173
καθαρίζω - | I clean/clear/settle (account)
καθάρισε -καθαρίστε
174
καίω - | I burn
κάψε- κάψστε
175
καλλιεργώ - | I cultivate
καλλιέργησε - καλλιεργήστε
176
καλοπερνάω - | I enjoy/have fun
καλοπέρασε - καλοπεράστε
177
καλώ - | I invite
κάλεσε - καλέστε
178
καμαρώνω - | I take pride in
καμάρωσε - καμαρώστε
179
κανονίζω - | I arrange/settle/regulate
κανόνισε - κανονίστε
180
κάνω - | I do/make
κάνε - κάντε
181
καπνίζω - | I smoke
κάπνισε - καπνίστε
182
καρφώνω - | I nail
κάρφωσε - καρφώστε
183
καταθέτω - | I deposit/put down/testify
κατάθεσε - καταθέστε
184
κατακαίω - | I burn
κατάκαψε - κατακάψτε
185
καταλαβαίνω - | I understand
κατάλαβε - καταλάβετε
186
καταπίνω - | I swallow/gulp down
κατάπιε - καταπιείτε
187
καταστρέφω - | I destroy/ruin
κατέστρεψε - κατεστρέψτε
188
καταφέρνω - | I achieve/manage/succeed
κατάφερε - καταφέρτε
189
κατεβαίνω - | I descend/go down
κατέβα - κατεβείτε
190
κατοικώ - | I live/reside/stay/inhabit
κατοίκησε - κατοικήστε
191
κατσουφιάζω - | I sulk/frown/scowl
κατσούφιασε - κατσουφιάστε
192
κελαηδώ - | I sing/twitter/warble
κελάηδησε - κελαηδήστε
193
κερδίζω - | I win/gain/earn/profit
κέρδισε - κερδίστε
194
κερνώ (άω) - | I treat/buy for
κέρασε - κεράστε
195
κλαδεύω - | I prune/cut back
κλάδεψε - κλαδέψτε
196
κλαίω - | I cry
κλάψε - κλάψτε
197
κλέβω - | I steal
κλέψε - κλέψτε
198
κλειδώνω - | I lock
κλείδωσε-κλειδώστε
199
κλείνω - | I close
κλείσε-κλείστε
200
κλίνω - | I bend/lean/conjugate/decline
κλίσε - κλίστε
201
κλωστώ - | I kick
κλώτσησε - κλωτήστε
202
κόβω - | I cut
κόψε - κόψτε
203
κοιτάζω - | I look at
κοίταζε-κοιτάξτε
204
κολάζω - | I punish/explain away
κόλασε - κολάστε
205
κολακεύω - | I flatter
κολάκεψε - κολακέψτε
206
κολλώ - | I stick/glue/fix/attach
κόλλησε - κολλήστε
207
κολυμπάω - | I swim
κολύμπησε - κολυμπήστε
208
κομματιάζω - | I shatter/break into pieces
κομμάτιασε - κομματιάστε
209
κοντεύω - | I draw near
κόντεψε - κοντέψτε
210
κοροϊδεύω - | I mock/make fun of/cheat
κορόϊδεψε - κοροϊδέψτε
211
κουβαλώ - | I bring/carry/transport
κουβάλησε - κουβαλήστε
212
κουβεντιάζω - | I talk/converse
κουβέντιασε - κουβεντιάστε
213
κουνάω - | I shake/stir/move
κούνησε - κουνήστε
214
κουράζω - | I tire
κούρασε - κουράστε
215
κουρεύω - | I cut hair/mow
κούρεψε - κουρέψτε
216
κουτουλάω - | I butt
κουτούλησε - κουτουλήστε
217
κρατάω - | I hold/keep/maintain/rule/book
κράτησε - κρατήστε
218
κρεμάω (ώ) - | I hang
κρέμασε - κρεμάστε
219
κρίνω - | I judge/consider/reason
κρίνε - κρίνετε
220
κρύβω - | I hide/conceal
κρύψε - κρύψτε
221
κρυώνω - | I feel cold
κρύωσε - κρυώστε
222
κυβερνάω (ω) - | I govern/rule
κυβέρνησε - κυβερνήστε
223
κυκλοφορώ - | I circulate/go about
κυκλοφόρησε - κυκλοφορήστε
224
κυνηγώ - | I hunt/chase
κυνήγησε - κυνηγήστε
225
λαλώ - | I talk/speak/play/sing (birds)
λάλησε - λαλήστε
226
λαμβάνω - | I take/receive
λάβε - λάβετε
227
λατρεύω - | I adore/worship
λάτρεψε - λατρέψτε
228
λαχταρώ - | I yearn for/long for
λαχτάρησε - λαχταρήστε
229
λείπω - | I miss/be absent
λείψε - λείψτε
230
λειτουργώ - | I function
λειτούργησε - λειτουργήστε
231
λέω - | I say
πες - πείτε (πέστε)
232
λήγω - | I end/expire
λήξε - λήξτε
233
λογαριάζω - | I calculate
λογάριασε - λογαριάστε
234
λούζω - | I bathe/wash
λούσε - λούστε
235
λυγίζω - | I bend/curve/fold up/give in
λύγισε - λυγίστε
236
λύνω - | I undo/solve
λύσε - λύστε
237
λυπώ - | I sadden/distress
λύπησε - λυπήστε
238
μαγειρεύω - | I cook
μαγείρεψε - μαγειρέψτε
239
μαζεύω - | I collect/gather
μάζεψε - μαζέψτε
240
μαθαίνω - | I learn
μάθε - μάθετε
241
μαλώνω - | I scold/quarrel/reprimand
μάλωσε - μαλώστε
242
μαντεύω - | I guess/predict
μάντεψε - μαντέψτε
243
μεγαλώνω - | I grow/raise
μεγάλωσε - μεγαλώστε
244
μεθώ - | I drunk/get drunk
μέθυσε - μεθύστε
245
μελετάω - | I study
μελέτησε - μελετήστε
246
μένω - | I stay/live
μείνε - μείνετε
247
μεταβαίνω - | I go/proceed
μετέβε - μετεβείτε
248
μεταδίδω - | I broadcast/transmit/spread
μετάδωσε - μεταδώστε
249
μετακομίζω - | I move house/re-locate
μετακόμισε - μετακομίστε
250
μεταμορφώνω - | I transform
μεταμόρφωσε - μεταμορφώστε
251
μετανιώνω - | I regret/repent/change one's mind
μετάνιωσε - μετανιώστε
252
μεταφέρω - | I transport
μετάφερε - μεταφέρετε
253
μεταφράζω - | I translate
μετάφρασε - μεταφράστε
254
μετράω - | I count
μέτρησε - μετρήστε
255
μιλάω - | I speak
μίλησε - μιλήστε
256
μοιάζω - | I resemble
μοιάσε - μοιάστε
257
μοιράζω - | I share/divide/distribute
μοίρασε - μοιράστε
258
μυρίζω - | I smell
μύρισε - μυρίστε
259
μορφώνω - | I educate/form/shape
μόρφωσε - μορφώστε
260
μοσκοβολώ - | I smell sweetly
μοσκοβόλησε - μοσκοβολήστε
261
μπαίνω - | I enter/go in
μπες - μπείτε
262
μπαλώνω - | I repair/mend/patch
μπάλωσε - μπαλώστε
263
μπερδεύω - | I confuse/entangle
μπέρδεψε - μπερδέψτε
264
μπορώ - | I can/am able to
μπόρεσε - μποράστε
265
``` νανουρίζω - I lull (to sleep - as lullaby) ```
νανούρισε - νανουρίστε
266
νικώ - | I defeat/win/conquer
νίκησε -νικήστε
267
νιώθω - | I feel/notice/understand
νιώσε - νιώστε
268
νοικιάζω - | I rent/hire
νοίκιασε - νοικιάστε
269
νομίζω - | I think
νόμισε - νομίσετε
270
ξαπλώνω - | I spread out/rest/lie down
ξάπλωσε - ξαπλώστε
271
ξαφνιάζω - | I surprise/frighten
ξάφνιασε - ξαφνιάστε
272
ξεκινώ (άω) - | I start/set out
ξεκίνησε - ξεκινήστε
273
``` ξεκουράζω - I rest (something) ```
ξεκούρασε - ξεκουράστε
274
ξενυχτώ - | I stay up late
ξενύχτησε - ξενυχτήστε
275
ξεπαγώνω - | I thaw/defrost
ξεπάγωσε - ξεπαγώστε
276
ξέρω - | I know/be aware
ξέρε - ξέρετε
277
ξεφλουδίζω - | I peel/pare
ξεφλούδισε - ξεφλουδίστε
278
ξεχνάω - | I forget
ξέχασε - ξεχάστε
279
ξηλώνω - | I distmantle
ξήλωσε - ξηλώστε
280
ξοδεύω - | I spend
ξόδεψε - ξοδέψτε
281
ξύνω - | I scrape/grate/sharpen/scratch
ξύσε - ξύστε
282
ξυπνάω (ώ) - | I wake
ξύπνησε - ξυπνήστε
283
οδηγώ - | I drive
οδήγησε - οδηγήστε
284
ολοκληρώνω - | I complete
ολοκλήρωσε - ολοκληρώστε
285
ομολογώ - | I admit/confess/acknowledge
ομολόγησε - ομολογήστε
286
ονομάζω - | I name
ονόμασε - ονομάστε
287
ορίζω - | I define
όρισε - ορίστε
288
ορμώ - | I hurry/dart/dash/rush
όρμησε - ορμήστε
289
ουρώ - | I urinate/pee
ούρησε - ουρήστε
290
οφείλω - | I owe/be indebted
όφειλε - οφείλετε
291
παγώνω - | I freeze
πάγωσε - παγώστε
292
παθαίνω - | I suffer/endure
πάθε - πάθετε
293
παίζω - | I play
παίξε - παίξτε
294
παίρνω - | I take/receive/get/bring
πάρε - πάρτε
295
περνώ - | I pass/cross/spend time
πέρασε - περάστε
296
παλεύω - | I struggle/wrestle
πάλεψε - παλέψτε
297
παραγγέλνω - | I order/command
παράγγειλε - παραγγείλτε
298
παράγω - | I produce/generate
παράγαγε - παραγάγετε
299
παραδίδω - | I surrender
παράδωσε - παραδώστε
300
παραδίνω - | I deliver
παράδωσε - παραδώστε
301
παρακαλώ - | I plead/beg/request/ask
παραλκάλεσε - παρακαλέστε
302
παρακολουθώ - | I follow/attend
παρακολούθησε - παρακολουθήστε
303
παραλαμβάνω - | I receive
παράλαβε - παραλάβετε
304
παραλείπω - | I omit
παράλειψε - παραλείψτε
305
παραμιλώ - | I talk too much/rave
παραμίλησε - παραμιλήστε
306
παρατάω - | I abandon/quit
παράτησε - παρατήστε
307
παρατηρώ - | I observe/notice/remark
παρατήρησε - παρατηρήστε
308
παρκάρω - | I park
παρκάρισε - παρκάρετε
309
παρουσιάζω - | I introduce/present/display
παρουσίασε - παρουσιάστε
310
πατώ (άω) - | I tread/press
πάτησε - πατήστε
311
πεθαίνω - | I die
πέθανε - πεθάνετε
312
πεινάω - | I hunger/be hungry
πείνασε -πεινάστε
313
πειράζω - | I tease/annoy/bother/disagree
πείραξε - πειράξτε
314
περιβάλλω - | I envelop/surround
περίβαλε - περιβάλετε
315
περιγράφω - | I describe
περίγραψε - παριγράψτε
316
περιλαμβάνω - | I include/comprise
περίλαβε - περιλάβετε
317
περιμένω - | I wait
περίμενε - περιμένετε
318
περπατάω - | I walk
περπάτησε - περπατήστε
319
πετάω - | I fly/throw
πέταξε - πετάξτε
320
πέφτω - | I fall
πέσε - πέστε
321
πηγαίνω/πάω - | I go
πήγαινε - πηγαίνετε
322
πηδώ (άω) - | I jump/leap
πήδηξε - πηδήξτε
323
πιάνω - | I catch/take/seize
πιάσε - πιάστε
324
πίνω - | I drink
πιές - πιείτε
325
πιστεύω - | I believe
πίστεψε - πιστέψτε
326
πλέκω - | I knit/braid
πλέξε - πλέξτε
327
πλένω - | I wash
πλύνε - πλύντε
328
πλέω - | I sail
πλεύσε - πλεύστε
329
πλημμυρίζω - | I flood
πλημμύρησε - πλημμυρίστε
330
πληροφορώ - | I inform/advise
πληροφόρησε - πληροφορήστε
331
πληρώνω - | I pay
πλήρωσε - πληρώστε
332
πλησιάζω - | I approach/draw near
πλησίασε - άστε
333
πλήττω - | I hit/be bored/strike/wound
πλήξε - πλήξτε
334
πνέω - | I blow/breathe
πνεύσε - πνεύστε
335
πνίγω - | I drown/strangle
πνίξε - πνίξτε
336
πολεμώ (άω) - | I fight
πολέμησε - πολεμήστε
337
πονάω - | I hurt
πόνετε - πονέστε
338
ποτίζω - | I water/irrigate
πότισε - ποτίστε
339
πουλώ - | I sell
πούλησε - πουλήστε
340
πρέπει - | I have to/must/is necc
--
341
προβάλλω - | I display/put up
πρόβαλε - προβάλετε
342
προβάρω - | I rehearse
πρόβαρε - προβάρετε
343
προκαλώ - | I provoke/cause/bring about
προκάλεσε - προκαλέστε
344
προλαβαίνω - | I prevent/anticipate/have time
πρόλαβε - προλάβετε
345
προσδιορίζω - | I determine
προσδιόρισε - προσδιορίστε
346
προσδοκώ - | I expect
προσδόκησε - προσδοκήστε
347
προσέχω - | I watch/pay attention
πρόσεξε - προσέξτε
348
προσθέτω - | I add
πρόσθεσε - προσθέστε
349
προσκαλώ - | I invite/call
προσκάλεσε - προσκαλέστε
350
προσπαθώ - | I try
προσπάθησε - προσπαθήστε
351
προσπερνάω - | I overtake
προσπέρασε - προσπεράστε
352
προστατεύω - | I protect/defend
προστάτεψε - προστατέψτε
353
προσφέρω - | I offer/present/give
πρόφερε - προσφέρτε
354
προσφωνώ - | I address
προσφώνησε - προσφωνίστε
355
προτείνω - | I suggest
πρότεινε - προτείνετε
356
προτιμώ (άω) - | I prefer
προτίμασε - προτιμήστε
357
προχωρώ - | I go on/advance
προχώρησε - προχωρήστε
358
ράβω - | I sew
ράψε - ράψτε
359
ρίχνω - | I throw
ρίξε - ρίξτε
360
ρουφώ - | I sip/suck
ρούφηξε - ρουφήξτε
361
ροχαλίζω - | I snore
ροχάλισε - ροχαλίστε
362
ρυθμίζω - | I adjust
ρύθμισε - ρυθμίστε
363
``` ρωτάω - I ask (a question)/inquire ```
ρώτησε - ρωτήστε
364
σαπίζω - | I decay/rot/decompose
σάπισε - σαπίστε
365
σβήνω - | I erase/put out/extinguish
σβήσε - σβηστε
366
σηκώνω - | I lift/raise
σήκωσε - σηκώστε
367
σημαίνω - | I signify/mean/sound out/ring alarm
σήμανε - σημάνετε
368
σημειώνω - | I note/mark
σημείωσε - σημειώστε
369
σιδερώνω - | I iron
σιδέρωσε - σιδερώστε
370
σκάβω - | I dig
σκάψε - σκάψτε
371
σκάζω/σκάω - | I burst/crack/explode
σκάσε - σκάστε
372
σκαλίζω - | I dig over/search/rummage/pick
σκάλισε - σκαλίστε
373
σκαλώνω - | I climb up/get held up
σκάλωσε - σκαλώστε
374
σκεπάζω - | I cover/conceal/shelter
σκέπασε - σκεπάστε
375
σκίζω - | I tear/rip
σκίσε - σκίστε
376
σκοπεύω/σκοπώ - | I intend/point/aim
σκόπευσε - σκοπεύστε
377
σκορπίζω - | I scatter/emit/squander
σκόρπισε - σκορπίστε
378
σκοτίζω - | I darken/confuse/worry
σκότισε - σκοτίστε
379
σκοτώνω - | I kill
σκότωσε - σκοτώστε
380
σκουπίζω - | I sweep
σκούπισε - σκουπίστε
381
σκούζω - | I howl
σκούξε - σκούξτε
382
σκύβω - | I bend/stoop
σκύψε - σκύψτε
383
σπάζω/σπάω - | I break
σπάσε - σπάστε
384
σπουδάζω - | I study
σπούδασε - σπουδάστε
385
σπρώχνω - | I push
σπρώξε - σπρώξτε
386
σταματάω - | I stop, cease
σταμάτησε - σταματήστε
387
στέλνω - | I send
στείλε - στείλτε
388
στεναχωρώ - | I grieve/distress/upset
στεναχώρησε - στεναχωρήστε
389
στερώ - | I deprive
στέρισε - στερήστε
390
στοιχίζω - | I cost
στοίχισε - στοιχίστε
391
στολίζω - | I decorate/adorn
στόλισε - στολίστε
392
στραγγίζω - | I strain/drain/become worn out
στράγγισε - στραγγίστε
393
στρέφω - | I turn
στρέψε - στρέψτε
394
στρίβω - | I turn/twist
στρίψε - στρίψτε
395
στριμώχνω - | I squeeze/squash/huddle
στρίμωξε - στριμώξτε
396
στρώνω - | I spread/lay/cover/make the bed
στρώσε - στρώστε
397
συγκινώ - | I move/touch
συγκίνησε - συγκινήστε
398
συγκρίνω - | I compare
σύγκρινε - συγκρίνετε
399
συγυρίζω - | I tidy up
συγύρισε - συγυρίστε
400
συγχαίρω - | I congratulate
συγχαρείτε
401
συγχύζω - | I confuse
σύγχυσε - συγχύστε
402
συγχωρώ - | I forgive/excuse
συγγώρησε - συγγωρήστε
403
συζητώ - | I discuss
συζήτησε - συζητήστε
404
συμπαθώ - | I like/sympathise
συμπάθησε - συμπαθήστε
405
συμπληρώνω - | I fill in
συμπλήρωσε- συμπληρώστε
406
συμφωνώ - | I agree
συμφώησε - σθμφωνήστε
407
συναντώ (άω) - | I meet
συνάντησε - συναντήστε
408
συνδέω - | I connect/join/link
σύνδεσε - συνδέστε
409
συνεχίζω - | I continue
συνέχισε - συνεχίστε
410
συνηθίζω - | I get used to
συνήθισε - συνηθίστε
411
συνοδεύω - | I accompany/escort
συνόδεψε - συνοδέψτε
412
συνομιλώ - | I converse/talk
συνομίλησε - συνομιλήστε
413
συστήνω - | I introduce/recommend
σύστησε - συστήστε
414
σφίγγω - | I tighten
σφίξε - σφίξτε
415
σφουγγαρίζω - | I mop/scrub
σφουγγάρισε - σφουγγαρίστε
416
σχεδιάζω - | I sketch/draw/form/shape
σχεδίασε - σχεδιάστε
417
σχηματίζω - | I form/shape
σχημάτισε - σχηματίστε
418
σχολιάζω - | I comment/criticise
σχολίασε - σχολιάστε
419
``` σχολώ - I finish (work)/dismiss ```
σχόλασε - σχολάστε
420
σώζω - | I rescue/save
σώσε - σώστε
421
τάζω - | I promise/vow
τάξε - τάξτε
422
ταϊζω - | I feed
τάϊσε - ταϊστε
423
ταιριάζω - | I fit/belong/match
ταίριαξε - ταιριάξτε
424
τακτοποιώ - | I arrange/put in order
τακτοποίησε - τακτοποιήστε
425
ταξιδεύω - | I travel
ταξίδεψε - ταξιδέψτε
426
ταξυδρομώ - | I post
ταχυδρόμησε - ταχυδρομήστε
427
τελειώνω - | I finish/end
τελείωσε - τελειώστε
428
τελώ - | I perform/do
τέλεσε - τελέστε
429
τηγανίζω - | I fry
τηγάνισε - τηγανίστε
430
τηλεφωνώ - | I phone
τηλεφώνησε - τηλεφωνήστε
431
τιμώ - | I cost/honour
τίμησε - τιμήστε
432
τιμωρώ - | I punish
τιμώρησε - τιμωρίστε
433
τινάζω - | I shake/hurl
τίναξε - τινάξτε
434
τολμώ - | I dare/risk
τόλμησε - τολμήστε
435
τονίζω - | I emphasise/stress
τόνισε - τονίστε
436
τοποθέτω - | I put in place/position
τοποθέτησε - τοποθετήστε
437
τραβάω - | I pull/drag
τράβηξε - τραβήξτε
438
τραγουδώ - | I sing
τραγούδησε - τραγουδήστε
439
τρακάρω - | I collide with
τράκαρε - τρακάρετε
440
τρέμω - | I tremble/shake/quiver
τρέμε - τρέμετε
441
τρέπω - | I turn/convert
τρείψε - τρείψτε
442
τρέφω - | I feed, nourish
θρέψε - θρέψτε
443
τρέχω - | I run
τρέξε - τρέξτε
444
τρίβω - | I rub/brush/grind
τρίψε - τρίψετε
445
τρίζω - | I creak/squeak/crunch/crackle
τρίξε - τρίξτε
446
τρώω - | I eat
φάε - φάτε
447
τσακώνω - | I quarrel/arrest
τσάκωσε - τσακώστε
448
τσιμπαώ - | I bite/peck/nip/have a bite of (food)
τσίμπησε - τσιμπήστε
449
τυλίγω - | I wrap/enfold/envelop
τύλιξε - τυλίξτε
450
τυπώνω - | I print/publish
τύπωσε - τυπώστε
451
υπακούω - | I obey/abide
υπάκουσε - υπακούστε
452
υπάρχω/ει - | I exist
υπάρξτε
453
υπογράφω - | I sign
υπέγραψε - υπεγράψτε
454
υποθέτω - | I assume/suppose
υπόθεσε - υποθέστε
455
υπολογίζω - | I reckon/estimate/calculate
υπολόγισε - υπολογίστε
456
υποστηρίζω - | I support/sponsor
υποστήριξε - υποστηρίξτε
457
υποχωρώ - | I retreat/withdraw/recede/relent/give way
υποχώρησε - υποχωρήστε
458
φανερώνω - | I reveal/show
φανέρωσε - φανερώστε
459
φέρνω - | I bring/carry/bear
φέρε - φέρτε
460
φεύγω - | I leave
φύγε - φύγετε
461
φιλάω - | I kiss
φίλησε - φιλήστε
462
φοράω - | I wear
φόρεσε - φορέστε
463
φουσκώνω - | I full/be full up/bloat
φούσκωσε - φουσκώστε
464
φράζω - | I enclose/obstruct/block
φράξε - φράξτε
465
φροντίζω - | I look after/take care of
φρόντισε - φροντίστε
466
φρονώ - | I believe/think
φρόνησε - φρονήστε
467
φταίω - | I responsible/fault (be at)
φταίξε - φταίξτε
468
φτάνω - | I arrive/draw near/be enough
φτάσε - φτάστε
469
φτιάχνω - | I make/put right/arrange/fix
φτιάξε - φτιάξτε
470
φτουράω - | I go a long way
φτούρησε - φτουρήστε
471
φυλακίζω - | I imprison
φυλάκισε - φυλακίστε
472
φυλάω - | I guard/protect/watch over
φύλαξε - φυλάξτε
473
φυσώ (άω) - | I blow
φύσηξε - φυσήξτε
474
φυτεύω - | I plant
φύτεψε - φυτέψτε
475
φωνάζω - | I shout/summon
φώναξε - φωνάξτε
476
φωτίζω - | I shine on/light/illuminate
φώτισε - φωτίστε
477
χαϊδεύω - | I stroke/caress
χάϊδεψε - χαϊδέψτε
478
χαιρετώ - | I greet
χαιρέτησε - χαιρετήστε
479
``` χαίρω - I glad (be) ```
χαρείτε
480
χαλάω - | I spoil/ruin
χάλασε - χαλάστε
481
χαμηλώνω - | I lower, bring down
χαμήλωσε - χαμηλώτε
482
χαμογελάω - | I smile
χαμογέλασε - χαμογελάστε
483
χάνω - | I lose/miss
χάσε - χάστε
484
χαρίζω - | I donate/forgive/give away
χάρισε - χαρίστε
485
χειροκροτώ - | I applaud
χειροκρότησε - χειροκροτήστε
486
χειροτερεύω - | I deteriorate/get worse
χειροτέρεψε - χειροτερέψτε
487
χορεύω - | I dance
χόρεψε - χορέψτε
488
χορταίνω - | I have one's fill/satisfy
χόρτασε - χορτάστε
489
χρησιμοποιώ - | I use
χρησιμοποίησε - χρησιμοποιήστε
490
χρονίζω - | I take a long time, drag on
χρόνισε - χρονίστε
491
χρωστάω - | I owe/be in debt
χρώστα - χρωστάτε
492
χτίζω - | I build
χτίσε - χτίστε
493
χτυπώ - | I hit/knock/beat/ring
χτύπησε - χτυπήστε
494
χύνω - | I pour/spill
χύσε - χύστε
495
χωρίζω - | I separate/divide
χώρισε - χωρίστε
496
χωρώ - | I hold/contain/fit
χώρεσε - χωρέστε
497
ψαρεύω - | I fish
ψάρεψε - ψαρέψτε
498
ψάχνω - | I look for/seek/search for
ψάξε - ψάξτε
499
ψηλώνω - | I grow taller/rise
ψήλωσε - ψηλώστε
500
ψήνω - | I bake/roast
ψήσε - ψήστε
501
ψηφίζω - | I vote for
ψήφισε - ψηφίστε
502
``` ψοφώ - I die (of animals)/be crazy about ```
ψόφησε - ψοφήστε
503
ψυχαγωγώ - | I entertain
ψυχαγώγησε - ψυχαγωγήστε
504
ψωνίζω - | I shop
ψώνισε - ψωνίστε
505
ωριμάζω - | I ripen/ mature
ωρίμασε - ωριμάστε
506
ωφελώ - | I gain/benefit
ωφέλησε - ωφελήστε
507
ανακινώ - | I stir/mix/wobble/agitate
ανακίνησε - ανακινήστε
508
αντιπροσωπεύω - | I represent
αντιπροσώπευσε - αντιπροσωπεύστε
509
εμποδίζω - | I prevent/hinder/obstruct
εμπόδισε - εμποδίστε
510
κυλώ - | I roll
κύλισε - κυλίστε
511
μετακινώ - | I shift/change position of
μετακίνησε - μετακινήστε
512
παρακινώ - | I induce/prompt
παρακίνησε - παρακινήστε