Verbs Active - Imperative - A to Ω Flashcards
αγαπώ -
I love
αγάπησε - αγαπήστε
αγγίζω -
I touch
άγγιξε - αγγίξτε
αγκαλιάζω -
I hug/embrace/cuddle
αγκάλιασε-αγκαλιάστε
αγκυλώνω -
I sting/prick
αγκύλωσε - αγκυλώστε
αγνοώ -
I ignore
αγνόησε - αγνούστε
αγοράζω -
I buy
αγόρασε - αγοράστε
αγχώνω -
I worry/stress
άγχωσε - αγχωρώστε
αδειάζω -
I empty/unpack/evacuate
άδειασε - αδειάστε
αδιαφορώ -
I ignore/disregard/neglect
αδιαφόρησε - αδιαφορήστε
αδυνατώ -
I incapable/be unable
αδυνατείτε
ακολουθώ -
I follow
ακολούθησε - ακολουθήστε
ακουμπώ -
I touch/stand/lean/place
ακούμπησε - ακουμπήστε
ακούω -
I hear/listen
άκουσε - ακούστε
ακυρώνω -
I cancel/invalidate
ακύρωσε - ακυρώστε
αλείφω -
I wipe/ grease/smear/spread
άλειψε - αλείψτε
αλλάζω -
I change
άλλαξε-αλλάξτε
αμφιβάλλω -
I doubt
αμφίβαλε - αμφιβάλετε
ανάβω -
I ignite/light/turn on
άναψε - ανάψτε
αναγνωρίζω -
I recognise
αναγνώρισε - αναγνωρίστε
αναθαρρεύω -
I am encouraged
αναθάρρεψε - αναθαρρέψτε
ανακαλύπτω -
I discover/find out
ανακάλυψε - ανακαλύψτε
ανακατεύω -
I stir/mix/mingle
ανακάτεψε - ανακατέψτε
ανακοινώνω -
I announce/communicate
ανακοίνωσε - ανακοινώστε
αναλαμβάνω -
I assume/undertake
ανάλαβε - αναλάβετε
αναμένω -
I expect/wait
ανάμεινε - αναμείνετε
αναπτύσσω -
I develop/unfold
ανέπτυξε - ανεπτύξτε
αναστενάζω -
I sigh
αναστέναξε - αναστενάξτε
αναφέρω -
I mention/report/quote
ανάφερε - αναφέρετε
αναχωρώ -
I leave/depart
αναχώρησε - αναχώρήστε
ανεβαίνω -
I go up/ascend
ανέβε-ανεβείτε
ανεβάζω -
I raise/lift up
ανέβασε - ανεβάστε
ανησυχώ -
I worry
ανησύχησε - ανησυχήστε
ανοίγω -
I open
άνοιξε - ανοίξτε
ανταμώνω -
I meet/come across
αντάμωσε - ανταμώστε
αντέχω -
I bear/endure/hold/resist
άντεξε - αντέξετε
αντιπαθώ -
I dislike
αντιπάθησε - αντιπαθήστε
απαγορεύω -
I forbid/ban/prohibit
απαγόρεψε - απαγορέψτε
απαντάω -
I answer/reply
απάντησε - απαντήστε
απασχολώ -
I distract/occupy
απασχόλησε - απασχολήστε
απέχω -
I abstain/be distant from
άπεχε - απέχετε
απλώνω -
I spread/stretch/extend
άπλωσε - απλώστε
απογοητεύω -
I disappoint/fail
απογοήτεψε - απογοητέψτε
αποδοκιμάζω -
I disapprove/dislike
αποδοκίμασε - αποδοκιμάστε
αποθέτω -
I put down/deposit/confide
απέθεσε - απεθέστε
αποκαλύπτω -
I reveal/uncover/divulge
αποκάλυψε - αποκαλύψετε
αποκτώ -
I get/gain/aquire/have children
απόκτησε - αποκτήστε
αποκρούω -
I reject/repel/repulse
απόκρουσε - αποκρούστε
απολαμβάνω -
I enjoy/relish/gain
απόλαυσε - απολαύστε
απομακρύνω -
I move away from
απομάκρυνε - απομακρύνετε
απορώ -
I wonder/be amazed
απόρησε - απορήστε
αποτελώ -
I form/constitute
αποτέλεσε - αποτελέστε
αποφασίζω -
I decide/resolve
αποφάσισε - αποφασίστε
αρέσω -
I am liked
άρεσε - αρέστε
αργώ -
I am late
άργησε - αργήστε
αρπάζω -
I snatch/grab/seize/carry off
άρπαξε - αρπάξτε
αρχίζω -
I begin
άρχισε - αρχίστε
αφαιρώ -
I remove/subtract
αφαίρεσε - αφαιρέστε
αφήνω -
I let/allow/leave
άφησε-αφήστε - άσε?
βάζω -
I put/place
βάλε-βάλτε
βαραίνω -
I weigh down/burden
βάρυνε - βαρύνετε
βαρώ -
I hit/beat/strike (hard)
βάρεσε - βαρέστε
βάφω -
I paint
βάψε - βάψτε
βγάζω -
I put out/off/remove
βγάλε - βγάλτε
βγαίνω -
I go out
βγές-βγείτε
βελάζω -
I bleat
βέλαξε - βελάξτε
βελτιώνω -
I improve
βελτίωσε - βελτιώστε
βήχω -
I cough
βήξε - βήξστε
βλάπτω -
I harm/hurt/damage
βλάψε - βλάψτε
βλέπω -
I see
δες - δείτε
βοηθώ -
I help
βοήθησε - βοηθήστε
βολεύω -
I fit in/settle/accommodate/make do
βόλεψε - βολέψτε
βόσκω -
I graze/wander aimlessly
βόσκησε - βοσκήστε
βουτώ (άω) -
I dip/dive/plunge
βούτηξε - βουτήξτε
βράζω -
I boil
βράσε - βράστε
βρέχει -
I rain
βρέχε - βρέχετε (cont)
βρίσκω -
I find
βρες-βρείτε
γαβγίζω -
I bark
γάβγισε - γαβγίστε
γαρνίρω -
I garnish
γάρνιρε - γαρνίρετε
γδέρνω -
I scratch/scrape/skin
γδάρε - γδάρτε
γελάω -
I laugh
γέλασε - γελάστε
γεμίζω -
I fill/stuff
γέμισε - γεμίστε
γέρνω -
I lean/sag/incline
γείρε - γείρτε
γερνώ -
I get old
γέρασε - γεράστε
γιορτάζω -
I celebrate
γιόρτασε - γιορτάστε
γκρεμίζω -
I demolish/throw down
γκρέμισε - γκρεμίστε
γκρινιάζω -
I grumble/nag
γκρίνιαξε - γκρινιάξτε
γλείφω -
I lick
γλείψε - γλείψτε
γλεντάω -
I celebrate/have fun
γλέντησε - γλεντήστε
γλιστρώ -
I slide/slip
γλίστρησε - γλιστρήστε
γνωρίζω -
I know/meet/be aquainted with
γνώρισε - γνωρίστε
γοητεύω -
I charm/attract
γοήτεψε - γοητέψτε
γράφω -
I write
γράψε - γράψτε
γυρεύω -
I search/look for/seek
γύρεψε - γυρέψτε
γυρίζω -
I return
γύρισε - γυρίστε
γυρνάω -
I turn/return/revolve
γύρισε - γυρίστε
δαγκώνω -
I bite
δάγκωσε - δαγκώστε
δακρύζω -
I cry/shed tears
δάκρυσε - δακρύστε
δανείζω -
I lend
δάνεισε - δανείστε
δείχνω -
I show/point/indicate
δείξε - δείξτε
δένω -
I tie/bind/link
δέσε - δέστε
δέρνω -
I beat/strike/whip
δείρε - δείρετε
δηλώνω -
I declare/proclaim/state
δήλωσε - δηλώστε
δημιουργώ -
I create/construct
δημιούργησε - δημιουργήστε
διαβάζω -
I read
διάβασε - διαβάστε
διαθέτω -
I use/afford/ bequeath/dispose
διάθεσε - διαθέστε
διαιρώ -
I divide/split/distribute
διαίρεσε - διαιρέστε
διαλέγω -
I choose/select/pick
διάλεξε-διαλέξτε
διαρκώ -
I last/endure/continue/carry on
διάρκεσε - διαρκέστε
διασκεδάζω -
I amuse someone
διασκέδασε - διασκεδάστε
διατηρώ -
I keep/hold/maintain/preserve
διατήρησε - διατηρήστε
διαφωνώ -
I disagree
διαφώνησε - διαφωνήστε
διδάσκω -
I teach
δίδαξε - διδάξτε
δικαιολογώ -
I justify/excuse
δικαιολόγησε - δικαιολογήστε
δίνω -
I give
δώσε-δώστε
διοργανώνω -
I organise
διοργάνωσε - διοργανώστε
διπλώνω -
I fold/wrap
δίπλωσε - διπλώστε
διστάζω -
I hesitate/doubt
δίστασε - διστάστε
διψώ (άω) -
I am thirsty
δίψασε - διψάστε
διώκω -
I chase/expel
δίωξε - διώξτε
δοκιμάζω -
I try on/taste
δοκίμασε - δοκιμάστε
δουλεύω -
I work
δούλεψε - δουλέψτε
δυσπιστώ -
I distrust
δυσπίστησε - δυσπιστήστε
δωρίζω -
I donate/offer
δώρισε - δωρίστε
είμαι -
I am / (to be)
είσαι - είστε
ελέγχω -
I check/test/control
έλεγξε - ελέγξτε
ελπίζω -
I hope/wish for
έλπισε - ελπίσετε
εκδηλώνω -
I show/display/express/manifest
εκδήλωσε - εκδηλώστε
εκτελώ -
I perform/execute/carry out
εκτέλεσε - εκτελέστε
εκφράζω -
I express/reveal
έκφρασε - εκφράστε
εμφανίζω -
I show/present/reveal
εμφάνισε - εμφανίστε
ενημερώνω -
I inform/update
ενημέρωσε - ενημερώστε
ενθυμίζω -
I remind/bring to mind
ενθύμισε - ενθυμίστε
εννοώ -
I mean/intend
εννόησε - εννοήστε
ενοχλώ -
I bother/ disturb/ annoy
ενόχλησε - ενοχλήστε
ενώνω -
I join/unite
ένωσε - ενώστε
εντυπωσιάζω -
I impress
εντυπωσίασε - εντυπωσιάστε
εξακολουθώ -
I continue/go on
εξακολούθησε - εξακολουθήστε
εξαφανίζω -
I eliminate/make disappear
εξαφάνισε - εξαφανίστε
εξερευνώ -
I explore
εξερεύνησε - εξερευνήστε
εξετάζω -
I examine
εξέτασε - εξετάστε
εξηγώ -
I explain
εξήγησε - εξηγήστε
εξυπηρετώ -
I serve
εξυπηρέτησε - εξυπηρετήστε
επανορθώνω -
I redress/rectify/restore/make up
επανόρθωσε - επανορθώστε
επιβεβαιώνω -
I confirm
επιβεβαίωσε - επιβεβαιώστε
επιβιώνω -
I survive
επιβίωσε - επιβιώστε
επικοινωνώ -
I communicate
επικοινώνησε - επικοινωνήστε
επιλέγω -
I choose/select
επέλεξε - επιλέξτε
επιμένω -
I insist
επέμεινε - επιμείνετε
επισκευάζω -
I repair/mend
επισκεύασε - επισκευάστε
επιτρέπω -
I allow /permit
επίτρεψε - επιτρέψτε
ετοιμάζω -
I get ready/prepare/plan
ετοίμασε - ετοιμάστε
έχω -
I have
έχε - έχετε
ζεσταίνω -
I heat/warm/make hot
ζέστανε - ζεστάνετε
ζηλεύω - I jealous (be)/envy
ζήλεψε - ζηλέψτε
ζητάω -
I look for/seek/ask for
ζήτησε - ζητήστε
ζυγίζω -
I weigh
ζύγισε - ζυγίστε
ζώ -
I live
ζήσε - ζήστε
ζωγραφίζω -
I paint/draw/depict
ζωγράφισε - ζωγραφίστε
ηχογραφώ - I record (audio)
ηχογράφησε - ηχογραφήστε
θάβω -
I bury
θάψε - θάψτε
θαμπώνω -
I amaze/dazzle
θάμπωσε - θαμπώστε
θαυμάζω -
I admire/wonder
θαύμασε - θαυμάστε
θέλω -
I want
θέλησε - θελήστε
θερίζω -
I reap/mow/harvest
θέρισε - θερίσετε
θέτω -
I put/place/set
θέσε - θέστε
θεωρώ -
I consider/regard/think
θεώρησε - θεωρήστε
θρηνώ -
I mourn/lament
θρήνησε - θρηνήστε
θρυμματίζω -
I shatter/break into pieces
θρυμμάτισε - θρυμματίστε
θυμίζω -
I remind
θύμισε - θυμίστε
θυμώνω - I angry (become)
θύμωσε - θυμώστε
ιδρώνω -
I perspire/sweat
ίδρωσε - ιδρώστε
ικανοποιώ -
I satisfy
ικανοποίησε - ικανοποιήστε
καθαρίζω -
I clean/clear/settle (account)
καθάρισε -καθαρίστε
καίω -
I burn
κάψε- κάψστε
καλλιεργώ -
I cultivate
καλλιέργησε - καλλιεργήστε
καλοπερνάω -
I enjoy/have fun
καλοπέρασε - καλοπεράστε
καλώ -
I invite
κάλεσε - καλέστε
καμαρώνω -
I take pride in
καμάρωσε - καμαρώστε
κανονίζω -
I arrange/settle/regulate
κανόνισε - κανονίστε
κάνω -
I do/make
κάνε - κάντε
καπνίζω -
I smoke
κάπνισε - καπνίστε
καρφώνω -
I nail
κάρφωσε - καρφώστε
καταθέτω -
I deposit/put down/testify
κατάθεσε - καταθέστε
κατακαίω -
I burn
κατάκαψε - κατακάψτε
καταλαβαίνω -
I understand
κατάλαβε - καταλάβετε
καταπίνω -
I swallow/gulp down
κατάπιε - καταπιείτε
καταστρέφω -
I destroy/ruin
κατέστρεψε - κατεστρέψτε
καταφέρνω -
I achieve/manage/succeed
κατάφερε - καταφέρτε
κατεβαίνω -
I descend/go down
κατέβα - κατεβείτε
κατοικώ -
I live/reside/stay/inhabit
κατοίκησε - κατοικήστε
κατσουφιάζω -
I sulk/frown/scowl
κατσούφιασε - κατσουφιάστε
κελαηδώ -
I sing/twitter/warble
κελάηδησε - κελαηδήστε
κερδίζω -
I win/gain/earn/profit
κέρδισε - κερδίστε
κερνώ (άω) -
I treat/buy for
κέρασε - κεράστε
κλαδεύω -
I prune/cut back
κλάδεψε - κλαδέψτε
κλαίω -
I cry
κλάψε - κλάψτε
κλέβω -
I steal
κλέψε - κλέψτε
κλειδώνω -
I lock
κλείδωσε-κλειδώστε
κλείνω -
I close
κλείσε-κλείστε
κλίνω -
I bend/lean/conjugate/decline
κλίσε - κλίστε
κλωστώ -
I kick
κλώτσησε - κλωτήστε
κόβω -
I cut
κόψε - κόψτε
κοιτάζω -
I look at
κοίταζε-κοιτάξτε
κολάζω -
I punish/explain away
κόλασε - κολάστε