Verbs Active - Common Imperative - Random Flashcards
μεθώ -
I get drunk
μέθυσε - μεθύστε
καπνίζω -
I smoke
κάπνισε - καπνίστε
σκάβω -
I dig
σκάψε - σκάψτε
παθαίνω -
I suffer/endure
πάθε - πάθετε
ξέρω -
I know/be aware
ξέρε - ξέρετε
παρακαλώ -
I plead/beg/request/ask
παραλκάλεσε - παρακαλέστε
στρέφω -
I turn
στρέψε - στρέψτε
ψήνω -
I bake/roast
ψήσε - ψήστε
ρωτάω - I ask (a question)/inquire
ρώτησε - ρωτήστε
κρεμάω (ώ) -
I hang
κρέμασε - κρεμάστε
βγάζω -
I put out/put off/remove
βγάλε - βγάλτε
περπατάω -
I walk
περπάτησε - περπατήστε
ψάχνω -
I look for/seek/search for
ψάξε - ψάξτε
αφήνω -
I let/allow/leave
άφησε-αφήστε - άσε?
βράζω -
I boil
βράσε - βράστε
ελπίζω -
I hope/wish for
έλπισε - ελπίσετε
βήχω -
I cough
βήξε - βήξστε
φωνάζω -
I shout/summon
φώναξε - φωνάξτε
δανείζω -
I lend
δάνεισε - δανείστε
μαθαίνω -
I learn
μάθε - μάθετε
γιορτάζω -
I celebrate
γιόρτασε - γιορτάστε
πλέω -
I sail
πλεύσε - πλεύστε
βρέχει -
I rain
βρέχε - βρέχετε (cont)
ποτίζω -
I water/irrigate
πότισε - ποτίστε
δωρίζω -
I donate/offer
δώρισε - δωρίστε
κερνώ (άω) -
I treat/buy for
κέρασε - κεράστε
μαζεύω -
I collect/gather
μάζεψε - μαζέψτε
οφείλω -
I owe/be indebted
όφειλε - οφείλετε
ξεκινώ (άω) -
I start/set out
ξεκίνησε - ξεκινήστε
χαρίζω -
I donate/forgive/give away
χάρισε - χαρίστε
πλένω -
I wash
πλύνε - πλύντε
στρίβω -
I turn/twist
στρίψε - στρίψτε
χωρίζω -
I separate/divide
χώρισε - χωρίστε
θεωρώ -
I consider/regard/think
θεώρησε - θεωρήστε
υπάρχω/ει -
I exist
υπάρξτε
θέλω -
I want
θέλησε - θελήστε
κρατάω -
I hold/keep/maintain/rule/book
κράτησε - κρατήστε
επιλέγω -
I choose/select
επέλεξε - επιλέξτε
βάφω -
I paint
βάψε - βάψτε
καλώ -
I invite
κάλεσε - καλέστε
τραβάω -
I pull/drag
τράβηξε - τραβήξτε
λούζω -
I bathe/wash
λούσε - λούστε
μυρίζω -
I smell
μοίρασε - μοιράστε
σκουπίζω -
I sweep
σκούπισε - σκουπίστε
ενοχλώ -
I bother/disturb/ annoy
ενόχλησε - ενοχλήστε
παρακολουθώ -
I follow/attend
παρακολούθησε - παρακολουθήστε
θυμώνω -
I get angry
θύμωσε - θυμώστε
διπλώνω -
I fold/wrap
δίπλωσε - διπλώστε
φτιάχνω -
I make/put right/arrange/fix
φτιάξε - φτιάξτε
εξακολουθώ -
I continue/go on
εξακολούθησε - εξακολουθήστε
εξετάζω -
I examine
εξέτασε - εξετάστε
ακυρώνω -
I cancel
ακύρωσε - ακυρώστε
αργώ -
I am late
άργησε - αργήστε
κλείνω -
I close
κλείσε-κλείστε
δίνω -
I give
δώσε - δώστε
κατοικώ -
I live/reside/stay/inhabit
κατοίκησε - κατοικήστε
οδηγώ -
I drive
οδήγησε - οδηγήστε
μπορώ -
I can/am able to
μπόρεσε - μποράστε
ανεβάζω -
I raise/lift up
ανέβασε - ανεβάστε
κόβω -
I cut
κόψε - κόψτε
γνωρίζω -
I know/meet/be aquainted with
γνώρισε - γνωρίστε
τελειώνω -
I finish/end
τελείωσε - τελειώστε
ψαρεύω -
I fish
ψάρεψε - ψαρέψτε
ξαπλώνω -
I spread out/rest/lie down
ξάπλωσε - ξαπλώστε
συμφωνώ -
I agree
συμφώησε - σθμφωνήστε
αγοράζω -
I buy
αγόρασε - αγοράστε
συναντώ (άω) -
I meet
συνάντησε - συναντήστε
αγνοώ -
I ignore
αγνόησε - αγνούστε
δείχνω -
I show/point/indicate
δείξε - δείξτε
πονάω -
I hurt
πόνετε - πονέστε
παίρνω -
I take/receive/get/bring
πάρε - πάρτε
κοιτάζω -
I look at
κοίταζε - κοιτάξτε
απολαμβάνω -
I enjoy/relish/gain
απόλαυσε - απολαύστε
τηλεφωνώ -
I phone
τηλεφώνησε - τηλεφωνήστε
καίω -
I burn
κάψε- κάψστε
μιλάω -
I speak
μίλησε - μιλήστε
αδειάζω -
I empty/unpack/evacuate
άδειασε - αδειάστε
διαρκώ -
I last/endure/continue/carry on
διάρκεσε - διαρκέστε
ψωνίζω -
I shop
ψώνισε - ψωνίστε
προσπαθώ -
I try
προσπάθησε - προσπαθήστε
ταξυδρομώ -
I post
ταχυδρόμησε - ταχυδρομήστε
φροντίζω -
I look after/take care of
φρόντισε - φροντίστε
απαγορεύω -
I forbid/ban/prohibit
απαγόρεψε - απαγορέψτε
ενώνω -
I join/unite
ένωσε - ενώστε
ξεκουράζω - I rest (something)
ξεκούρασε - ξεκουράστε
συγχωρώ -
I forgive/excuse
συγγώρησε - συγγωρήστε
εξηγώ -
I explain
εξήγησε - εξηγήστε
σπάζω / σπάω -
I break
σπάσε - σπάστε
σκοτώνω -
I kill
σκότωσε - σκοτώστε
χτυπώ -
I hit/knock/beat/ring
χτύπησε - χτυπήστε
βάζω -
I put/place
βάλε - βάλτε
κυνηγώ -
I hunt/chase
κυνήγησε - κυνηγήστε
ουρώ -
I urinate/pee
ούρησε - ουρήστε
τραγουδώ -
I sing
τραγούδησε - τραγουδήστε
πληρώνω -
I pay
πλήρωσε - πληρώστε
τηγανίζω -
I fry
τηγάνισε - τηγανίστε
κλέβω -
I steal
κλέψε - κλέψτε
λυπώ -
I sadden/distress
λύπησε - λυπήστε
παγώνω -
I freeze
πάγωσε - παγώστε
ταϊζω -
I feed
τάϊσε - ταϊστε