Verbs Active - Imperative - Random Flashcards
περιβάλλω -
I envelop/surround
περίβαλε - περιβάλετε
σημαίνω -
I signify/mean/sound out/ring alarm
σήμανε - σημάνετε
λαμβάνω -
I take/receive
λάβε - λάβετε
ουρώ -
I urinate/pee
ούρησε - ουρήστε
μεταδίδω -
I broadcast/transmit/spread
μετάδωσε - μεταδώστε
συστήνω -
I introduce/recommend
σύστησε - συστήστε
στρώνω -
I spread/lay/cover/make the bed
στρώσε - στρώστε
επιλέγω -
I choose/select
επέλεξε - επιλέξτε
ακουμπώ -
I touch/stand/lean/place
ακούμπησε - ακουμπήστε
βοηθώ -
I help
βοήθησε - βοηθήστε
τσακώνω -
I quarrel/arrest
τσάκωσε - τσακώστε
ανακαλύπτω -
I discover/find out
ανακάλυψε - ανακαλύψτε
καλώ -
I invite
κάλεσε - καλέστε
πλένω -
I wash
πλύνε - πλύντε
ξαφνιάζω -
I surprise/frighten
ξάφνιασε - ξαφνιάστε
σκοτώνω -
I kill
σκότωσε - σκοτώστε
γκρινιάζω -
I grumble/nag
γκρίνιαξε - γκρινιάξτε
ενώνω -
I join/unite
ένωσε - ενώστε
συγχωρώ -
I forgive/excuse
συγγώρησε - συγγωρήστε
υποθέτω -
I assume/suppose
υπόθεσε - υποθέστε
σκεπάζω -
I cover/conceal/shelter
σκέπασε - σκεπάστε
συνδέω -
I connect/join/link
σύνδεσε - συνδέστε
κουράζω -
I tire
κούρασε - κουράστε
χειροτερεύω -
I deteriorate/get worse
χειροτέρεψε - χειροτερέψτε
πηγαίνω/πάω -
I go
πήγαινε - πηγαίνετε
λατρεύω -
I adore/worship
λάτρεψε - λατρέψτε
εκφράζω -
I express/reveal
έκφρασε - εκφράστε
γκρεμίζω -
I demolish/throw down
γκρέμισε - γκρεμίστε
θερίζω -
I reap/mow/harvest
θέρισε - θερίσετε
προσφωνώ -
I address
προσφώνησε - προσφωνίστε
διψώ (άω) -
I am thirsty
δίψασε - διψάστε
ταιριάζω -
I fit/belong/match
ταίριαξε - ταιριάξτε
μπερδεύω -
I confuse/entangle
μπέρδεψε - μπερδέψτε
χαίρω - I glad (be)
χαρείτε
χωρώ -
I hold/contain/fit
χώρεσε - χωρέστε
σκοτίζω -
I darken/confuse/worry
σκότισε - σκοτίστε
αναπτύσσω -
I develop/unfold
ανέπτυξε - ανεπτύξτε
βγαίνω -
I go out
βγές - βγείτε
τοποθέτω -
I put in place/position
τοποθέτησε - τοποθετήστε
προσέχω -
I watch/pay attention
πρόσεξε - προσέξτε
κλειδώνω -
I lock
κλείδωσε - κλειδώστε
παίζω -
I play
παίξε - παίξτε
τρέμω -
I tremble/shake/quiver
τρέμε - τρέμετε
σχολώ - I finish (work)/dismiss
σχόλασε - σχολάστε
διστάζω -
I hesitate/doubt
δίστασε - διστάστε
ανακοινώνω -
I announce/communicate
ανακοίνωσε - ανακοινώστε
αναχωρώ -
I leave/depart
αναχώρησε - αναχώρήστε
εξηγώ -
I explain
εξήγησε - εξηγήστε
τολμώ -
I dare/risk
τόλμησε - τολμήστε
ξυπνάω (ώ) -
I wake
ξύπνησε - ξυπνήστε
τρέπω -
I turn/convert
τρείψε - τρείψτε
επιβιώνω -
I survive
επιβίωσε - επιβιώστε
κερνώ (άω) -
I treat/buy for
κέρασε - κεράστε
κυνηγώ -
I hunt/chase
κυνήγησε - κυνηγήστε
καθαρίζω -
I clean/clear/settle (account)
καθάρισε - καθαρίστε
πειράζω -
I tease/annoy/bother/disagree
πείραξε - πειράξτε
μιλάω -
I speak
μίλησε - μιλήστε
αγαπώ -
I love
αγάπησε - αγαπήστε
διαλέγω -
I choose/select/pick
διάλεξε - διαλέξτε
χαμογελάω -
I smile
χαμογέλασε - χαμογελάστε
φράζω -
I enclose/obstruct/block
φράξε - φράξτε
κατσουφιάζω -
I sulk/frown/scowl
κατσούφιασε - κατσουφιάστε
παρατάω -
I abandon/quit
παράτησε - παρατήστε
πιάνω -
I catch/take/seize
πιάσε - πιάστε
πλημμυρίζω -
I flood
πλημμύρησε - πλημμυρίστε
μετράω -
I count
μέτρησε - μετρήστε
ανταμώνω -
I meet/come across
αντάμωσε - ανταμώστε
γλεντάω -
I celebrate/have fun
γλέντησε - γλεντήστε
διδάσκω -
I teach
δίδαξε - διδάξτε
τρίζω -
I creak/squeak/crunch/crackle
τρίξε - τρίξτε
σχεδιάζω -
I sketch/draw/form/shape
σχεδίασε - σχεδιάστε
θυμίζω -
I remind
θύμισε - θυμίστε
μοιάζω -
I resemble
μοιάσε - μοιάστε
φουσκώνω -
I full/be full up/bloat
φούσκωσε - φουσκώστε
εξυπηρετώ -
I serve
εξυπηρέτησε - εξυπηρετήστε
μεταβαίνω -
I go/proceed
μετέβε - μετεβείτε
ψηφίζω -
I vote for
ψήφισε - ψηφίστε
συνομιλώ -
I converse/talk
συνομίλησε - συνομιλήστε
στολίζω -
I decorate/adorn
στόλισε - στολίστε
πλήττω -
I hit/be bored/strike/wound
πλήξε - πλήξτε
κολάζω -
I punish/explain away
κόλασε - κολάστε
εννοώ -
I mean/intend
εννόησε - εννοήστε
σπάζω/σπάω -
I break
σπάσε - σπάστε
σαπίζω -
I decay/rot/decompose
σάπισε - σαπίστε
λύνω -
I undo/solve
λύσε - λύστε
μένω -
I stay/live
μείνε - μείνετε
μεταμορφώνω -
I transform
μεταμόρφωσε - μεταμορφώστε
τηγανίζω -
I fry
τηγάνισε - τηγανίστε
απλώνω -
I spread/stretch/extend
άπλωσε - απλώστε
βαραίνω -
I weigh down/burden
βάρυνε - βαρύνετε
γυρεύω -
I search/look for/seek
γύρεψε - γυρέψτε
κουρεύω -
I cut hair/mow
κούρεψε - κουρέψτε
νοικιάζω -
I rent/hire
νοίκιασε - νοικιάστε
τρέχω -
I run
τρέξε - τρέξτε
χαιρετώ -
I greet
χαιρέτησε - χαιρετήστε
ελπίζω -
I hope/wish for
έλπισε - ελπίσετε
παθαίνω -
I suffer/endure
πάθε - πάθετε
χαμηλώνω -
I lower, bring down
χαμήλωσε - χαμηλώτε
ανάβω -
I ignite/light/turn on
άναψε - ανάψτε
πλέω -
I sail
πλεύσε - πλεύστε
απέχω -
I abstain/be distant from
άπεχε - απέχετε
σώζω -
I rescue/save
σώσε - σώστε
διαθέτω -
I use/afford/ bequeath/dispose
διάθεσε - διαθέστε
φταίω -
I responsible/fault (be at)
φταίξε - φταίξτε
ακολουθώ -
I follow
ακολούθησε - ακολουθήστε
διαιρώ -
I divide/split/distribute
διαίρεσε - διαιρέστε
αφαιρώ -
I remove/subtract
αφαίρεσε - αφαιρέστε
ταξυδρομώ -
I post
ταχυδρόμησε - ταχυδρομήστε
ρουφώ -
I sip/suck
ρούφηξε - ρουφήξτε
σκούζω -
I howl
σκούξε - σκούξτε
αποκρούω -
I reject/repel/repulse
απόκρουσε - αποκρούστε
δένω -
I tie/bind/link
δέσε - δέστε
απομακρύνω -
I move away from
απομάκρυνε - απομακρύνετε
έχω -
I have
έχε - έχετε
υπογράφω -
I sign
υπέγραψε - υπεγράψτε
συμφωνώ -
I agree
συμφώησε - σθμφωνήστε
καταπίνω -
I swallow/gulp down
κατάπιε - καταπιείτε
χαϊδεύω -
I stroke/caress
χάϊδεψε - χαϊδέψτε
κυκλοφορώ -
I circulate/go about
κυκλοφόρησε - κυκλοφορήστε
ψάχνω -
I look for/seek/search for
ψάξε - ψάξτε
σιδερώνω -
I iron
σιδέρωσε - σιδερώστε
βαρώ -
I hit/beat/strike (hard)
βάρεσε - βαρέστε
εξετάζω -
I examine
εξέτασε - εξετάστε
μπαίνω -
I enter/go in
μπες - μπείτε
χειροκροτώ -
I applaud
χειροκρότησε - χειροκροτήστε
αδειάζω -
I empty/unpack/evacuate
άδειασε - αδειάστε
σχηματίζω -
I form/shape
σχημάτισε - σχηματίστε
ψηλώνω -
I grow taller/rise
ψήλωσε - ψηλώστε
σφίγγω -
I tighten
σφίξε - σφίξτε
αποτελώ -
I form/constitute
αποτέλεσε - αποτελέστε
γέρνω -
I lean/sag/incline
γείρε - γείρτε
αγκυλώνω -
I sting/prick
αγκύλωσε - αγκυλώστε
ράβω -
I sew
ράψε - ράψτε
προβάλλω -
I display/put up
πρόβαλε - προβάλετε
φρονώ -
I believe/think
φρόνησε - φρονήστε
σημειώνω -
I note/mark
σημείωσε - σημειώστε
ξενυχτώ -
I stay up late
ξενύχτησε - ξενυχτήστε
αναλαμβάνω -
I assume/undertake
ανάλαβε - αναλάβετε
ωριμάζω -
I ripen/ mature
ωρίμασε - ωριμάστε
παρκάρω -
I park
παρκάρισε - παρκάρετε
κολακεύω -
I flatter
κολάκεψε - κολακέψτε
αγοράζω -
I buy
αγόρασε - αγοράστε
τρέφω -
I feed, nourish
θρέψε - θρέψτε
κουβεντιάζω -
I talk/converse
κουβέντιασε - κουβεντιάστε
κερδίζω -
I win/gain/earn/profit
κέρδισε - κερδίστε
παρουσιάζω -
I introduce/present/display
παρουσίασε - παρουσιάστε
συνεχίζω -
I continue
συνέχισε - συνεχίστε
λέω -
I say
πες - πείτε (πέστε)
προκαλώ -
I provoke/cause/bring about
προκάλεσε - προκαλέστε
φιλάω -
I kiss
φίλησε - φιλήστε
ξεφλουδίζω -
I peel/pare
ξεφλούδισε - ξεφλουδίστε
απορώ -
I wonder/be amazed
απόρησε - απορήστε
λυγίζω -
I bend/curve/fold up/give in
λύγισε - λυγίστε
ψοφώ - I die (of animals)/be crazy about
ψόφησε - ψοφήστε
ψήνω -
I bake/roast
ψήσε - ψήστε
γυρνάω -
I turn/return/revolve
γύρισε - γυρίστε
κομματιάζω -
I shatter/break into pieces
κομμάτιασε - κομματιάστε
ταϊζω -
I feed
τάϊσε - ταϊστε
επιμένω -
I insist
επέμεινε - επιμείνετε
μετακομίζω -
I move house/re-locate
μετακόμισε - μετακομίστε
παλεύω -
I struggle/wrestle
πάλεψε - παλέψτε
τινάζω -
I shake/hurl
τίναξε - τινάξτε
καρφώνω -
I nail
κάρφωσε - καρφώστε
γερνώ -
I get old
γέρασε - γεράστε
περιλαμβάνω -
I include/comprise
περίλαβε - περιλάβετε
σκοπεύω/σκοπώ -
I intend/point/aim
σκόπευσε - σκοπεύστε
γλείφω -
I lick
γλείψε - γλείψτε
αναμένω -
I expect/wait
ανάμεινε - αναμείνετε
καταφέρνω -
I achieve/manage/succeed
κατάφερε - καταφέρτε
φοράω -
I wear
φόρεσε - φορέστε
πέφτω -
I fall
πέσε - πέστε
ακυρώνω -
I cancel/invalidate
ακύρωσε - ακυρώστε
αναφέρω -
I mention/report/quote
ανάφερε - αναφέρετε
υποστηρίζω -
I support/sponsor
υποστήριξε - υποστηρίξτε
περπατάω -
I walk
περπάτησε - περπατήστε
γλιστρώ -
I slide/slip
γλίστρησε - γλιστρήστε
ομολογώ -
I admit/confess/acknowledge
ομολόγησε - ομολογήστε
δίνω -
I give
δώσε-δώστε
στριμώχνω -
I squeeze/squash/huddle
στρίμωξε - στριμώξτε
κυβερνάω (ω) -
I govern/rule
κυβέρνησε - κυβερνήστε
κατεβαίνω -
I descend/go down
κατέβα - κατεβείτε
υποχωρώ -
I retreat/withdraw/recede/relent/give way
υποχώρησε - υποχωρήστε
βόσκω -
I graze/wander aimlessly
βόσκησε - βοσκήστε
διατηρώ -
I keep/hold/maintain/preserve
διατήρησε - διατηρήστε
καταθέτω -
I deposit/put down/testify
κατάθεσε - καταθέστε
γοητεύω -
I charm/attract
γοήτεψε - γοητέψτε
αλείφω -
I wipe/ grease/smear/spread
άλειψε - αλείψτε
θρηνώ -
I mourn/lament
θρήνησε - θρηνήστε
επανορθώνω -
I redress/rectify/restore/make up
επανόρθωσε - επανορθώστε
πληρώνω -
I pay
πλήρωσε - πληρώστε
ελέγχω -
I check/test/control
έλεγξε - ελέγξτε
τελειώνω -
I finish/end
τελείωσε - τελειώστε
ανεβάζω -
I raise/lift up
ανέβασε - ανεβάστε
βλέπω -
I see
δες - δείτε
τάζω -
I promise/vow
τάξε - τάξτε
θυμώνω - I angry (become)
θύμωσε - θυμώστε
χύνω -
I pour/spill
χύσε - χύστε
προχωρώ -
I go on/advance
προχώρησε - προχωρήστε
σκίζω -
I tear/rip
σκίσε - σκίστε
μεγαλώνω -
I grow/raise
μεγάλωσε - μεγαλώστε
καταστρέφω -
I destroy/ruin
κατέστρεψε - κατεστρέψτε
ξαπλώνω -
I spread out/rest/lie down
ξάπλωσε - ξαπλώστε
προσφέρω -
I offer/present/give
πρόφερε - προσφέρτε
πεθαίνω -
I die
πέθανε - πεθάνετε