Verbs Flashcards
ἀγγέλλω, ἀγγελῶ, ἤγγειλα, … ἠγγέλθην
announce, report, tell
διαφέρω, διοίσω, διήνεγκα / διήνεγκον
go through (with), endure; (intrans.) differ from (+ gen.), make a difference (to)(+ dat.)
θαυμάζω, θαυμάσομαι, ἐθαύμασα, … ἐθαυμάσθην
admire, wonder (at)
πάρειμι, παρέσομαι
be present
πάσχω, πείσομαι, ἔπαθον
suffer; experience
πίπτω, πεσοῦμαι, ἔπεσον
fall, fall down
πυνθάνομαι, πεύσομαι, ἐπυθόμην
learn (by asking)
τρέφω, θρέψω, ἔθρεψα
nourish, feed; rear, educate
ἀδικές, ἀδικήσω, ἠδίκησα
do wrong; injure
δοκές, δόξω, ἔδοξα
think; seem, seem good / best (to) (+dat.)
εὑρίσκω, εὑρήσω, ηὖρον / εὖρον
find, discover
ζητέω, ζητήσω, ἐζήτησα
seek, look for; investigate
ἥδομαι, ἡσθήσομαι
enjoy, be glad; delight in (+ dat.)
τυγχάνω, τεύξομαι, ἔτυχον
happen to (+ part.); meet, happen upon (+ gen.)
χαίρω, χαιρήσω, ἑχαίρησα
enjoy, rejoice (at); be glad
βούλομαι, βουλήσομαι
want
γίγνομαι, γενήσομαι, ἐγενόμην
become, be; happen
ἐλπίζω, ἐλπιῶ, ἤλπισα
hope; expect
ἔρχομαι, ἐλεύσομαι, ἦλθον (stem ἐλθ-)
come; go
ἡγέομαι, ἡγήσομαι, ἡγησάμην
believe; lead, be a leader of (+ gen.)
μάχομαι, μαχοῦμαι, ἐμαχεσάμην (+ dat.)
fight (against)
νομίζω, νομιῶ, ἐνόμισα
think, believe in
ὁμολογέω, ὁμολογήσω, ὡμολόγησα
agree; admit
ἀποκτείνω, ἀποκτενῶ, ἀπέκτεινα
kill
βάλλω, βάλῶ, ἔβαλον
εἰσβάλλω (+ είς)
περιβάλλω
throw
throw into; invade
throw around, surround
βοηθέω, βοηθήσω, ἐβοήθησα (+ dat.)
help
βουλεύω, βουλεύσω, ἐβούλευσα
plan
συμβουλεύω, συμβουλεύσω, συνεβούλευσα (+ dat.)
advise
διαφθείρω, διαφθερῶ, διέφθειρα
destroy; corrupt
μένω, μενῶ, ἔμεινα
remain, stay; wait for
νικάω, νικήσω, ἐνίκησα
win; conquer, defeat
ἀκούω, ἀκούσομαι, ἤκουσα
hear, listen to (usually + gen. Person, + acc. thing) hear of
ἀποθνήσκω, ἀποθανοῦμαι, ἀπέθανον
also θνήσκω, θανοῦμαι, ἔθανον
die
δράω, δράσω, ἔδρασα
do, accomplish; act
ζάω, ζήσω, ἔζησα
live
καλέω, καλῶ, ἐκάλεσα
call, summon
ὁράω, ὄψομαι, εἶδον (stem ἰδ) (impf. ἑώρων)
see
ποιέω, ποιήσω, ἐποίησα
εὖ ποιέω
κακῶς ποιέω
make, do; treat
treat well
treat badly
τιμάω, τιμλήσω, ἐτίμησα
honor
φιλέω, φιλήσω, ἐφίλησα
love, like
ἄρχω, ἄρξω, ἦρξα (+ gen.)
rule command; begin
(ἐ)θέλω, (ἐ)θελήσω, (ἠ)(ἐ)θέλησα
want, be willing
κελεύω, κελεύσω, ἐκελευσα
order, give an order; urge
μέλλω, μελλήσω, ἐμέλλησα
be likely to ( pres. inf.); intend, delay; be about to (+ fut. inf.)
οἶός τέ εἰμι
be able, can
ἄγω, ἄξω, ἤγαγον
lead, bring
εἰμί, ἔσομαι, (present encl. except 2 sg.; impf. ἦν)
be
ἔχω, ἕξω / σχήσο, ἔσχον (impf. εἶχον)
have
λαμβάνω, λήψομαι, ἔλαβον
take, seize, receive
ὀνομάζω, ὀνομάσω, ὠνόμασα
name, call by name; call X (an) X (+ 2 acc.)
φέρω, οἴσω, ἤνεγκον
carry, bear, bring
βασιλεύω, βασιλεύσω, ἐβασίλευσα
rule, be king (of)
λέγω, λέξω, ἔλεξα / εἶπον
say, speak, tell
λείπω, λείψω, ἔλιπον
leave, leave behind
πιστεύω, πιστεύσω, ἐπίστευσα (+ dat.)
trust, believe
πράττω, πράξω, ἔπραξα
do; make; manage; act
φεύγω, φεύξομαι, ἔφυγον
flee, avoid, escape
φυλάττω, φυλάξω, ἐφύλαξα
guard; keep watch
βλάπτώ, βλάψω, ἔβλαψα
harm, injure, damage
γράφω, γράψω, ἔγραψα
write
διδάσκω, διδάξω, ἐδίδαξα
teach
διώκω, διώξω, ἐδίωξα
pursue
θύω, θύσω, ἔθυσα
sacrifice; make a sacrifice
λύω, λύσω, ἔλθσα
release, set free; undo, destroy
παύω, παύσω, ἔπαυσα
stop
πείθω, πείσω, ἔπεισα
persuade
πέμπω, πέμψω, ἔπεμψα
send
στρατεύω, στρατεύσω, ἐστράτευσα
march; wage war
σῷζω, σώσω, ἔσωσα
save
αἱρέω, αἱρήσω, εἶλον (stem ἑλ-), … ῄρέθην
take, seize; (mid.) choose
αἰσθάνομαι, αἰσθήσομαι, ῄσθόμην
perceive
ἀποκρίνομαι, ἀποκρινοῦμαι, ἀπεκρινάμην, … ἀπεκρίθην
answer
γράφομαι
prosecute (middle of γράφω)
ἐπιλανθανομαι, ἐπιλήσομαι, ἐπελαθόμην (+ gen.)
forget
κρίνω, κρινῶ, ἔκρινα, … ἐκρίθην
judge, decide, determine
πείθομαι, πείσομαι, ἐπιθόμην (+ dat.)
obey (middle of πείθω)
πορεύω, πορεύσω, ἐπόρευσα, … ἐπορεύθην
convey, carry; (mid.) march, journey
φοβέω, φοβήσω, ἐφόβησα, … ἐφοβήθην
scare, put to flight; (m-p) fear, be afraid of, flee (in fear)
δεῖ (impf. ἔδει) (impers.)
it is necessary, one must
δίδωμι, δώσω, ἔδωκα, … ἐδόθην
δίκην δίδωμι
give, grant
pay a penalty
ἔξεστι (impers.) (+ dat.)
it is possible (for)
ἵημι, ἥσω, -ῆκα, … εἵθην
ἀφίημι
thow; throw at (+ gen.); utter (words)
throw away; send away, let go, get rid of
ἵστημι, στήσω, ἔστησα (trans.) / ἔστην (intrans.), … ἐστράθην
(trans.) make stand, set, place; appoint, establish; (intrans.) stand
τίθημι, θήσω, ἔθηκα, … ἐτέθην
put, place; assign, award; establish, make
φημί, φήσω, ἔφησα / ἔφην
(pres. encl. except 2 sg.)
οὔ φημι
say, assert
say not, deny
χρή (impers.)
it is necessary, it is right; one ought
ἀφικνέομαι, ἀφιξομαι, ἀφικόμην
(often + prep.)
arrive (at), come to, reach
δέχομαι, δέξομαι, ἐδεξάμην, … -εδέχθην
receive, accept, take
δύναμαι, δυνήσομαι, … ἐδθνήυην
be able (to)
βλαίνω, βήσομαι, ἔβην
go
γιγνώσκω, γνώσομαι, ἔγνων, … ἐγνώσιην
know, recognize; know how to (+ inf.)
τελευτάω, τελευτήσω, ἐτελεύτησα, … ἐτελευτήθην
finish; die
ἐπιμελέομαι, ἐπιμελήσομαι, … ἐπεμελἠθην
care about, take care of (+ gen.); take care that (+ inf.)
μανθάνω, μαθήσομαι, ἕμαθον
learn
οἴομαι / οἷμαι, οἰήσομαι, … ᾠήθην
think
κατηγορέω, κατηγορήσω, κατηγόρησα, … κατηγορήθην
speak against, accuse
σκοπέω, σκοπήσω, ἐσκόπησα
look at; consider, examine
ἐρωτάω, ἐρωτήσω, ἠρώτησα / ἠρόμην, … ἠρωτήθην (impf. εἰρώτων)
ask, question; beg, ask for
δέω, δεήσα, ἐδέησα, … ἐδεήθην (+ gen.)
lack, miss, need; (mid. also) asl, plead
πειράομαι, πειράσομαι, ἐπειρασάμην, … ἐπειράθην
try
φαίνω, φανῶ, ἔφηνα, … ἐφάνην
reveal, make clear; (pass.) appear; appear to be (+ inf. or part.)
ἐλαύνω, ἐλῶ, ἤλασα, -ελήλακα, ἐλήλαμαι, ήλάθην
(pf. act. occurs only in compounds)
drive, set in motion
ἔοικα (par. εἰλώς)(+ dat.)(often impers.)
ὡς ἔοικε
be like, look like; seem; befit
as it seems
ἕπομαι, ἕψομαι, ἑσπόμην (+ dat.) (impf. εἱπόμην)
follow
ἥκω, ἥξω, pf. ἦκα
have come, be present
μιμνήσκω, μνήσω, ἔμνησα, μέμνημαι, ἐμνήσθην
remind; (mid. pf.) remember (+ part. in indirect perception)
οἶδα
know (of); know how to (+ inf)
τίκω, τέξω / τέξομαι, ἔτεκον, τέτοκα, τἐτεγομαι, ἐτέχθην
produce, give birth to
φύω, φύσω, ἔφυσα / ἔφυν, πέφυκα
bring forth, produce, beget; (2nd aor.) grew
αἰτέω, αἰτήσω, ἤτησα, ᾔτηκα, ᾔτημαι, ᾐτήθην
ask (for), demand; beg
παρέχω, μαρέξω, παρέσχον, παρέσχηκα
provide, present; allow, grant
χράομαι, χρήσομαι, ἐχρησάμην, κέχρημαι, ἐχρήσθην (+ dat.)
use
ἀξιόω, ἀξιώσω, ἠξίωσα, ἠξίωκα, ἠξίωμαι, ἠξιώθην
consider worthy
δηλόω, δηλώσω, ἐδήλωσα, δεδήλωκαμ δεδήλωμαι, ἐδηλώθην
show, reveal; explain
ἐάω, ἐάσω, εἴασα, εἴακα, εἴαμαι, είάθην (impf. εἴων)
allow; let alone
κρατέω, κρατήσω, ἐκράτησα, κεκράτηκα, κεκράτημαι, ἐκρατήθην (+ gen.)
be victorious, conquer, rule; surpass, excel
ἀπόλλυμι, ἀπολῶ, ἀπώλεσα / ἀπωλόμην, ἀπόλωλα
also
ὅλλυμι, ὀλῶ, ὤλεσα / ὠλόμην, ὄλωλα
destroy, kill; lose; (mid) die
δείκνυμι, δείξω, ἔδειξα, δέδειχα, δέδειγμαι, ἐδείχθην
show, point out, reveal
εἶμι
go
λανθάνω, λήσω, ἔλαθον, λέληθα, λέλησμαι
escape notice
οἰκέω, οἰκήσω, ᾤκησα, ᾤκηκα, ᾤκημαι, ᾠκήθην
live in, inhabit; occupy