Dickinson College Core Vocab 401 - 500 Flashcards
ἁμαρτάνω, ἁμαρτήσομαι, ἥμαρτον / ἡμάρτησα, ἡμάρτηκα, ἡμάρτημαι, ἡμαρτήθην
miss the mark (+ gen.); fail, be wrong, make a mistake
διαφθείρω, διαφθερῶ, διέφθειρα, διέφθαρκα / διέφθορα, διέφθαρμαι, διεφθάρην
destroy; corrupt
πως
(enclitic) somehow, in some way, in any way
πόνος, πόνου, ὁ
work, labor; stress, trouble, pain
ἔνθα
there
τάξις, τάξεως, ἡ
arrangement, order; military unit
πειπάομαι / πειράω, πειρήσομαι, ἐμειρασάμην, -, πεπείραμαι, ἐπειράθην
attempt, try, make a trial of (+ gen.)
φοβέω, φοβήσω, ἐφόβησα, -, πεφόβημαι, ἐφοβήθην
put to flight; (mid. and pass.) flee, fear
βάλλω, βαλῶ, ἔβαλον, βέβληκα, βέβλημαι, ἐβλήθην
throw, hurl; throw at, hit (+ acc.) with (+ dat.)
πονηρός, πονηρά, πονηρόν
worthless, bad, wicked
ξένος, ξένου, ὁ
guest-friend; foreigner, stranger
βάρβαρος, βάρβαρον
non-Greek, foreign; barbarous
ὅπου
where, wherever
συμφέρω, συνοίσω, συνήνεγκα, -, -, -
benefit, be useful or profitable to (+ dat.); (impers.) συμφέρει it is of use, expedient (+ infin.); τὸ συμφέρον use, profit, advantage
πυνθάνομαι, πεύσομαι, ἐπυθόμην, -, πέπυσμαι, -
learn, hear, inquire concerning (+gen.)
δοῦλος, δούλου, ὁ
slave
τέμνω, τεμῶ, ἔτεμον, -τέτμηκα, τέτμημαι, ἐτμήθην
χρήσιμος, χρησίμη, χρήσιμον
useful, serviceable
ποῖος, ποία, ποῖον
what sort of?
ὅπλον, ὅπλου, τό
weapon, tool, implement (mostly pl.)
πίστις, πίστεως, ἡ
trust in others, faith; that which gives confidence, assurance, pledge, guarantee
ὑπολαμβάνω, ὑπολήψομαι, ὑπέλαβον, ὑπείληφα, ὑπείλημμαι, ὑπελήφθην
take up, seize; answer, reply; assume, suppose
ποιητής, ποιητοῦ, ὁ
creator, poet
λανθάνω, λήσω, ἔλαθον, λέληθα, λέλησμαι, -
escape the notice of (+ acc. and nom. participle), be unknown; (mid. and pass.) forget
βελτίων, βέλτιον
better (comp. of ἀγαθός)
πάντως
altogether, in all ways; at any rate
πορεύω, πορεύσω, ἐπόρευσα, -, πεπόρευμαι, ἐπορεύθην
carry; (mid. and pass) go, walk, march
ἀποκρίνομαι, ἀποκρινοῦμαι, ἀπεκρῑνάμην, -, ἀποκέκριμαι, ἀπεκρίθην
separate, set apart, choοse; (mid.) answer, reply
πέντε
five
κίνδυνος, κινδύνου, ὁ
danger
κατηγορέω, κατηγορήσω, κατηγόρησα, κατηγόρηκα, κατηγόρημαι, κατηγορήθην
to speak against, to accuse (+ gen.)
τρέπω, τρέψω, ἔτρεψα/ἐτραπόμην, τέτροφα, τέτραμμαι, ἐτράπην/ἐτρέφθην
turn, direct towards a thing; put to flight, defeat; (pass.) turn one’s steps in a certain direction, go
ὅμως
nevertheless, all the same, notwithstanding
θεῖος, θεία, θεῖον
divine
ἱππεύς, ἱππέως, ὁ
horseman, rider, charioteer
κτάομαι, κτήσομαι, ἐκτησάμην, -, κέκτημαι, -
get, gain, acquire
λείπω, λείψω, ἔλιπον, λέλοιπα, λέλειμμαι, ἐλείφθην
leave, abandon
βουλή, βουλῆς, ἡ
will, determination; counsel, piece of advice; council of elders
ἐλπίς, ἐλπίδος, ἡ
hope; expectation
γραφή, γραφῆς, ἡ
a drawing, painting, writing; indictment