VERBOS (e) Flashcards
eclipsar
empañar
= προκαλώ έκλειψη
επισκιάζω, εξαφανίζω
economizar
= (εξ)οικονομώ
αποταμιεύω
echar
- (a perder)
- (al correo)
- (mal de ojo)
- (despedir del trabajo)
= πετάω, ρίχνω, βάζω
- χαλάω
- ταχυδρομώ
- ματιάζω
- απολύω
edificar
- (moral)
= οικοδομώ, κτίζω
- διαπαιδαγωγώ
editar
= εκδίδω
δημοσιεύω
educar
= μορφώνω
ανατρέφω
εκπαιδεύω
efectuar
= κάνω
πραγματοποιώ
φέρω σε πέρας
εκπληρώνω
egresar
= βγαίνω
αποφοιτώ
ejecutar
- (juicio)
- (mús.)
- (ajusticiar)
= εκτελώ, πραγματοποιώ
- εκτελώ
- εκτελώ, παίζω
- εκτελώ, θανατώνω
ejemplarizar
= παραδειγματίζω
ejemplificar
= εξηγώ με παραδείγματα
ejercer
= (εξ)ασκώ
ejercitar(se)
= (εξ)ασκώ
(εξ)ασκούμαι
γυμνάζω, γυμνάζομαι
elaborar
= επεξεργάζομαι
παρασκευάζω
εκπονώ
electrificar
= ηλεκτροδοτώ
εξηλεκτρίζω
electrizar
= ηλεκτρίζω
διεγείρω
electrocutar
= ηλεκτροπλήττω
elegir
votar
= εκλέγω, επιλέγω, διαλέγω
εκλέγω
elevar
precio
= (αν)υψώνω
ανεβάζω
(τιμή)αυξάνω
eliminar
=διαγράφω
εξαλείφω
αποβάλλω
αποκλείω
elogiar
= επαινώ
εγκωμιάζω
eludir
= υπεκφεύγω
αποφεύγω
emanar
- (derivar)
- (olores)
= αναβλύζω, πηγάζω
- απορρέω
- (οσμές) προέρχομαι
emancipar(se)
= χειραφετώ
χειραφετούμαι
embadurnar(se)
= πασαλείβω, πασαλείβομαι
λασπώνω
σοβαντίζω
embalar
= συσκευάζω, αμπαλάρω
(carrera) επιταχύνω
embaldosar
= πλακοστρώνω
embalsamar
= βαλσαμώνω
ταριχεύω
embanderar
= σημαιοστολίζω
embarazar
= παρεμποδίζω , παρακωλύω
(poner en aprietos) φέρνω σε αμηχανία
(mujer) γκαστρώνω
embarazarse
= μένω έγκυος
embarcar
= επιβιβάζω
φορτώνω
embargar
= κατάσχω
embarrar(se)
= λασπώνω, λασπώνομαι
(met.) δυσφημώ
embaucar
= (εξ)απατώ
δελεάζω
embeber
= απορροφώ
εμποτίζομαι
embelesar
= σαγηνεύω
μαγεύω
embellecer
= εξωραΐζω
καλλωπίζω
embestir
= εφορμώ
επιτίθεμαι
συγκρούομαι
emblandecer
= μαλακώνω
emblanquecer
= ξασπρίζω
λευκαίνω
embobar
= καταπλήσσω
ελκύω
embolsar
= εισπράττω
τσεπώνω
emborrachar(se)
= μεθώ
emboscar
= ενεδρεύω
στήνω καρτέρι
παραμονεύω
embotellar
= εμφιαλώνω
embragar
= συμπλέκω
embravecer
= εξοργίζω, εξαγριώνω
(mar) φουρτουνιάζει
embrear
= πισσώνω
κατραμώνω
embriagar(se)
= μεθώ
embrollar
= μπερδεύω
embrujar(persona)
= μαγεύω
(sitio) στοιχειώνω
embutir
= στριμώχνω
μπουκώνω
emerger
= αναδύομαι
ανακύπτω
προκύπτω
emigrar
= μεταναστεύω
αποδημώ
emitir
= εκδίδω
(radio, TV) μεταδίδω, εκπέμπω
emocionar(se)
= συγκινώ, συγκινούμαι συναρπάζω, συναρπάζομαι διεγείρω, διεγείρομαι ταράζω, ταράζομαι συγκλονίζω
empacar
= πακετάρω
συσκευάζω
empacharse
= παθαίνω δυσπεψία
empadronar
= απογράφω
empalmar
= ενώνω
συνδέω
συναρμολογώ
empantanarse
= βαλτώνω
κολλάω
empañar
= φασκιώνω
(vidrio) θαμπώνω
(honra) αμαυρώνω
empapar
= βρέχω , μουσκεύω , μουλιάζω
(inculcar) εμποτίζω
empapelar
= καλύπτω με χαρτί (ταπετσαρία κοκ)
empaquetar
= πακετάρω
emparchar
= μπαλώνω
emparejar
= ζευγαρώνω
ταιριάζω
(suelo) ισοπεδώνω
emparentarse
= συγγενεύω
empastar
= επαλείφω
(libros) βιβλιοδετώ
(diente) σφραγίζω
empatar
= ισοφαρίζω
empecinarse
= πεισμώνω
empedrar
= λιθοστρώνω
empeñar
= ενεχυριάζω
empeñarse
= επιμένω σε κάτι
empeorar
= χειροτερεύω
empequeñecer
= μικραίνω
ελαχιστοποιώ
empezar
= αρχίζω
ξεκινώ
empinar(se)
= (αν)υψώνω, (αν)υψώνομαι
ανασηκώνω, ανασηκώνομαι
emplazar(lugar)
= τοποθετώ
(persona) εγκαλώ
emplear
= απασχολώ
χρησιμοποιώ
empobrecer(se)
= φτωχαίνω
γίνομαι φτωχός
empollar
= επωάζω
κλωσσώ
empotrar
= εντοιχίζω
ενσωματώνω
emprender
= επιχειρώ
αναλαμβάνω
παίρνω
ξεκινώ
empujar
= σπρώχνω
σκουντώ
empuñar
= αρπάζω, γραπώνω
(las armas) παίρνω τα όπλα
emulsionar
= γαλακτωματοποιώ
enajenar
= τρελαίνω
(bienes) εκποιώ , απαλλοτριώνω
enajenarse
= τρελαίνομαι, παραφρονώ
enaltecer
= εξυψώνω, επαινώ
enamorar(se)
= ερωτεύω, ερωτεύομαι
enardecer
= εξάπτω
διεγείρω
ενθουσιάζω
encabezar
= ηγούμαι, μπαίνω επικεφαλής
(texto) βάζω επικεφαλλίδα
encadenar
= αλυσοδένω
συνδέω
encajar
= εισάγω
προσαρμόζω , εφαρμόζω
ενθέτω
encallar
= εξοκέλλω
encaminar
= καθοδηγώ
κατευθύνω
encandilar
= εκθαμβώνω
encanecer
= γκριζάρω
ασπρίζουν τα μαλλιά μου
encantar
= γοητεύω
σαγηνεύω
συνεπαίρνω
encañonar
= σημαδεύω με όπλο
encapricharse
= πεισμώνω
ξελογιάζομαι
encaramar
= ανεβάζω
εγκωμιάζω
encaramarse
= σκαρφαλώνω
αναρριχώμαι
encarar
= αντι-μετωπ-ίζω
encarcelar
= φυλακίζω
encarecer(recomendar)
= προτείνω
συνιστώ
(precios) ακριβαίνω
encargar
= αναθέτω
συστήνω
encariñarse
= δείχνω στοργή
αφοσιώνομαι
αγαπώ
encarnar(idea)
= ενσαρκώνω
(teatro) παίζω ρόλο
(rel. ) ενανθρωπίζω
encarnizar(se)
= εξαγριώνω
εξαγριώνομαι
encarpetar
= ταξινομώ
αρχειοθετώ
encasillar
= ταξινομώ
αρχειοθετώ
casilla = θυρίδα, κουτάκι (case)
encausar
= ενάγω
μηνύω
encauzar
= κατευθύνω
διευθύνω
encender
= ανάβω
(ánimo) διεγείρω, προκαλώ
(luz, radio) ανοίγω
(motor) βάζω μπρος
encenderse
= κοκκινίζω
encerar
= στιλβώνω, γυαλίζω παρκέ, κερώνω
encerrar
= κλείνω , εγκλείω , περικλείω
(incluir) υποδηλώνω
encerrarse
= κλείνομαι
(recluirse) απομονώνομαι
enchufar
= συνδέω, συναρμόζω, βάζω στην πρίζα
enclaustrar
= κλείνω σε μοναστήρι
encoger
= μπαίνω/στενεύω στο πλύσιμο
encogerse-de-hombros
= αδιαφορώ
encolerizar(se)
= εξοργίζω , εξοργίζομαι
encomendar
= αναθέτω, εμπιστεύομαι
encomendarse
= εμπιστεύομαι
βλ. encomienda
encomiar
= εγκωμιάζω
επαινώ
encontrar
= βρίσκω, συναντώ
αντιμετωπίζω
encontrarse
= βρίσκομαι
συναντιέμαι
είμαι
encrespar(mar)
= κατσαρώνω, σγουραίνω
(θαλ.) φουρτουνιάζω
encuadernar
= βιβλιοδετώ
encuadrar
= πλαισιώνω
κορνιζάρω
encubrir
= συγκαλύπτω
υποθάλπω
παρέχω βοήθεια σε εγκληματία
encuestar
= δημοσκοπώ
σφυγμομετρώ
encumbrar
= εξυψώνω, εγκωμιάζω
enderezar
= ισιώνω, διορθώνω, ανορθώνω
endeudar(se)
= χρεώνω, χρεώνομαι
endosar
= οπισθογραφώ
(traspasar a otro una obligación) μεταβιβάζω υποχρέωση
endulzar
= γλυκαίνω
(ánimo) μαλακώνω, ανακουφίζω
endurecer
= σκληραίνω
endurecerse
= σκληραίνω
σκληραγωγούμαι
enemistarse
= εχθρεύομαι
energizar
= ενεργοποιώ
enervar(se)
= εκνευρίζω, εκνευρίζομαι
νευριάζω
enfadar(se)
= θυμώνω, εξοργίζω
enfatizar
= δίνω έμφαση , υπογραμμίζω
τονίζω
enfermar(se)
= αρρωσταίνω, ασθενώ
enfervorizar(se)
= ενθουσιάζω, ενθουσιάζομαι
φανατίζω, φανατίζομαι
enflaquecer
= αδυνατίζω
εξασθενώ
enfocar
= εστιάζω,
επικεντρώνω την προσοχή
enfrentar
= αντιμετωπίζω
αναμετρούμαι
enfrentarse
= αντιμετωπίζω,
βρίσκομαι αντιμέτωπος με…
enfriar(se)
= ψυχραίνω, κρυώνω κτ,
κρυώνω
(relación) ψυχραίνομαι
enfundar
= βάζω στην θήκη
enfurecer(se)
= εξοργίζω, εξοργίζομαι
engalanar
= στολίζω
ντύνω πολυτελώς
engañar
= ξεγελάω , παραπλανώ
(εξ)απατώ
enganchar
= αγκιστρώνω, γαντζώνομαι
(mil. ) στρατολογώ
(caballos) ζεύω
engastar
= μοντάρω πολύτιμους λίθους
δένω
engatusar
= κολακεύω
καλοπιάνω
engendrar
= αναπαράγω, τεκνοποιώ
παράγω, προξενώ
engordar
= παχαίνω
εκτρέφω
engranar
= συμπλέκω γρανάζια
(persona) συνδέω
engrandecer
= μεγεθύνω
(alabar) επαινώ
engrasar
= λιπαίνω, γρασάρω
engreírse
= ξιπάζομαι
κομπάζω
engrosar
= παχαίνω
εξογκώνω
engullir
= καταβροχθίζω
καταπίνω
enhebrar
= βελονιάζω
enjabonar(se)
= σαπουνίζω
σαπουνίζομαι
enjaular
= εγκλωβίζω
enjuagar
= ξεπλένω
ξεβγάζω
enjuiciar
= ενάγω σε δίκη,
απαγγέλλω κατηγορία
εκδικάζω
enlatar
= κονσερβοποιώ
enlazar
= δένω,
συνδέω
ενώνω
enlodar
…(honra)
= λασπώνω
… = αμαυρώνω