La Banca Y El Comercio Flashcards
abastecer
= προμηθεύω,
εφοδιάζω
abastecedor
= προμηθευτής
acción
= η μετοχή
accionista
= μέτοχος
acreedor, -a
acreedor hipotecario
= πιστωτής, δανειστής
πιστωτής έναντι υποθήκης
activo
= το ενεργητικό
administración
= η διοίκηση,
η διεύθυνση,
η διαχείριση
administrador, -a
= διοικητής, διευθυντής, διαχειριστής
administrativo, -a
= διοικητικός, -ή, -ό
administrar
= διοικώ,
διευθύνω,
διαχειρίζομαι
aduana
= τελωνείο
aduanero, -a
= τελωνειακός
agencia
agencia de aduana
agencia de viajes
= πρακτορείο | υποκατάστημα
εκτελωνιστικό γραφείο
γραφείο ταξιδίων
agente
agente de aduana
agente de bolsa
= ο πράκτορας
ο εκτελωνιστής
ο χρηματιστής
agenciar
= πραγματοποιώ | εκτελώ |
πρακτορεύω
ahorro
= αποταμίευση |
οικονομία
ahorrativo, -a
= οικονόμος |
σφιχτοχέρης
ahorrar
= αποταμιεύω,
(εξ)οικονομώ
alcancía
= κουμπαράς
almacén
= αποθήκη ||
μπακάλικο
almacenero
= μπακάλης,
παντοπώλης
almacenar
= αποθηκεύω |
φυλάσσω
alza (de precios o intereses)
= αύξηση |
υπερτίμηση
alzamiento de hipoteca
= άρσις υποθήκης
alzar hipoteca
= αίρω υποθήκη
amortización
= απόσβεση χρέους ||
εξόφληση δανείου
amortizable
= εξαγοράσιμος
amortizar
= αποσβήνω ||
εξοφλώ δάνειο
árbitro
= arbitrador
= διαιτητής
arbitraje
= διαιτησία |
μεσολάβηση
arbitrar
= διαιτητεύω,
κρίνω ως διαιτητής ||
λαμβάνω μέτρα
arqueo
= έλεγχος ταμείου
auditor
= ελεγκτής |
ορκωτός λογιστής
auditoría
auditoría contable
= έλεγχος | επιθεώρηση
οικονομική επιθεώρηςη
auditar
= ελέγχω |
επιθεωρώ
autoservicio
= self-service store
aval
= εγγυητής ||
εγγύηση
avalar
= εγγυώμαι ||
οπισθογραφώ
avalúo
avalúo fiscal
= εκτίμηση || αξιολόγηση
φορολογική αξία | αντικειμενική αξία
avaluar
= εκτιμώ | αξιολογώ
baja (de precios o intereses)
= πτώση |
ύφεση
bajar (precio, valor)
= κατεβάζω, μειώνω (αξία, τιμή)
banca
banca electrónica
= τράπεζες
ηλεκτρονικές τραπεζικές συναλλαγές
bancarrota
= πτώχευση |
χρεοκοπία
declararse en bancarrota
= κηρύσσω πτώχευση, πτωχεύω
banco
~ agrícola
~ central
~ comercial
~ de ahorros
= τράπεζα
αγροτική τρ.
κεντρική τρ.
εμπορική τρ.
ταμιευτήριο
banco
~ de crédito
~ de fomento
~ de inversiones
~ del estado
= τράπεζα
πιστωτική τρ.
αναπτυξιακή τρ.
τρ. επενδύσεων
κρατική τρ.
banco
~ hipotecario ~ industrial ~ Mundial ~ nacional ~ popular
= τράπεζα
τρ. ενυπόθηκων δανείων
βιομηχανική τρ.
Παγκόσμια Τρ.
εθνική τρ.
banquero
= τραπεζίτης
bancario, -a
= τραπεζικός, -ή, -ό
billete
= χαρτονόμισμα ||
σημείωμα
bolsa de valores
= χρηματιστήριο |
χρηματαγορά
bono
~ del estado
= ομόλογο
κρατικό ομόλογο
bonificación
= βελτίωση του κέρδους ||
χορήγηση μπόνους
bonificar
= βελτιώνω το κέρδος ||
χορηγώ μπόνους
botillería
= κάβα |
ποτοπωλείο
cafetería
= καφενείο, καφετέρια
caja
— fuerte
= ταμείο
χρηματοκιβώτιο | θησαυροφυλάκιο
cajero, -a
= ταμίας
cajero automático
= ΑΤΜ (Αυτόματη Ταμειολογιστική Μηχανή)
cambio (monedas)
= συνάλλαγμα |
ρέστα
cambiar (monedas)
= αλλάζω, ανταλλάσσω
cantina
= καντίνα
capital
— activo
— de acciones, accionario
= κεφάλαιο
ενεργό κεφάλαιο
μετοχικό κεφάλαιο
capitalismo
= καπιταλισμός
capitalista (1)
= καπιταλιστής
capitalización
= κεφαλαιοποίηση
capitalista (2)
= καπιταλιστικός, ή, ό
capitalizar
= κεφαλαιοποιώ
carnicería
= κρεοπωλείο, χασάπικο
carnicero
= κρεοπώλης, χασάπης
cartera de clientes
— de valores
— vencida
= πελατειακή βάση, χαρτοφύλακας πελατών,
πελατολόγιο
επένδυση σε μετοχές
σύνολο μη εξοφλήσιμων δανείων
casa de cambio
= γραφείο συναλλάγματος
casa de empeños
= ενεχυροδανειστήριο
casa de la moneda
= νομισματοκοπείο
caudal(es)
= περιουσία
caja de caudales
= caja fuerte
= θησαυροφυλάκειο, χρηματοκιβώτιο
centro comercial
= εμπορικό κέντρο
cerrajería
= κλειδαράδικο
cerrajero
= κλειδαράς
cervecería
= ζυθοποιείο, ζυθοπωλείο,
μπυραρία
cervecero
= ζυθοποιός
cliente
= πελάτης
clientela
= πελατεία
cobranza
= είσπραξη
cobrar
— precio
— cheque
= εισπράττω
χρεώνω
εξαργυρώνω
comerciante
— ambulante
— detallista
= έμπορος
πλανόδιος πωλητής
έμπορος λιανικής
comercio exterior
— mayorista
— minorista
= εξωτερικό εμπόριο
χονδρεμπόριο
λιανεμπόριο
compra
= η αγορά (κπ πράγματος)
comprador
= αγοραστής,
πελάτης
compraventa
= αγοραπωλησία
comprar
= αγοράζω
comprar al contado
= αγοράζω τοις μετρητοίς
comprar al fiado
= αγοράζω επί πιστώσει
comprar a plazo
= αγοράζω με δόσεις
confitería
= ζαχαροπλαστείο
conservador de bienes raíces
= υποθηκοφύλακας
oficína del conservador de bienes raíces
= υποθηκοφυλάκειο
contabilidad
= τα λογιστικά,
η τήρηση βιβλίων
contador, -a
= λογιστής
contable
= λογιστικός, ή, ό
CONTRABANDO
= λαθρεμπόριο
contrabandista
= λαθρέμπορος
contrabandear
= κάνω λαθρεμπόριο
contrato
= συμβόλαιο,
σύμφωνο
prórroga de contrato
= παράταση του συμβολαίου
prorrogar contrato
= παρατείνω συμβόλαιο
contratar
= συμβάλλομαι ||
προσλαμβάνω
corredor de bolsa
= χρηματομεσίτης
corredor de propiedades
= μεσίτης
costo
= κόστος,
έξοδα
costear
= χρηματοδοτώ
cotización
= τρέχουσα τιμή αγαθών
cotizar
= καθορίζω την τιμή
crédito
= πίστωση
crédito a corto plazo
— a largo plazo
— de consumo
— para la vivienda
= βραχυπρόθεσμη πίστωση
μακροπρόθεσμη πίστωςη
καταναλωτικό δάνειο
στεγαςτικό δάνειο
crediticio, -a
= πιστωτικός, ή , ό
dar a crédito
= πιστώνω
acreditar
= πιστοποιώ |
εγγυώμαι
cristalería
= υαλοπωλείο
cuenta
= λογαριασμός
cuenta a plazo
= λογαριασμός καταθέσεων
cuenta corriente
= τρέχων λογαριασμός
cuenta de ahorros
= λογαριασμός ταμιευτηρίου