Chapter 17 Flashcards
απέχω, αφέξω, απέσχον
Ι am distant, (+gen.) I am distant from, (middle + gen.) I abstain from
αίρω, αρω, ηρα, ηρκα, ηρμαι, ηρθην
I lift, I get up
αφικνέομαι, αφίξομαι, αφικόμην, αφιγμαι
I arrive, (+ εις + acc.) I arrive at
γιγνώσκω, γνώσομαι, έγνων, έγνωκα, έγνωσμαι, εγνώσθην
I get to know, learn
δέω, δήσω, έδησα, δέδεκα, δέδεμαι, εδέθην
I tie, bind
‘έπομαι, ‘έψομαι, ‘εσπόμην
(+ dat.) I follow
κάθημαι
I sit
οιδα
I know
πλέω, πλεύσομαι, έπλευσα, πέπλευκα
I sail
τυγχάνω, τεύξομαι, έτυχον, τετύχηκα
I hit, I hit upon, I get, (+participle) I happen to be doing X
έγωγε
I indeed
σύν + dat
With
ίσως
Perhaps
ποι
To where? Whither?
πρότερον
Formerly, before, earlier, first
πότερον……ή
(Whether….) or
σύν θεοις
God willing, with luck
ακέομαι, ακουμαι, ηκεσάμην
I heal
επιρέπω, επιτρέψω, επέτρεψα, επιτέτροφα, επιτέτραμμαι, επετράπην
I entrust X to Y
θαρρέω
I am confident
θάρρει
Cheer up! Don’t be afraid!
φρονέω
I think, I am minded
χρή
It is necessary, ought, must
χρή σε παρασκευάζεσθαι
It is necessary that you must prepare yourself, you ought to/must prepare yourself
ό ‘ικέτης, του ‘ικέτου
Suppliant
ό νόμος, του νόμου
Law, custom
τό τέμενος, του τεμένους
Sacred precinct
ό ‘υπηρέτης, του ‘υπηρέτου
Servant, attendant
ή ψυχή, της ψυχης
Soul
‘ιερός, ‘ιερά, ‘ιερόν
Holy, sacred
καθαρός, καθαρά, καθαρόν
Clean, pure
‘όσιος, ‘όσια, ‘όσιον
Holy, pious
κατά + acc.
Down, each, every, by, on, according to
οψέ
Late, too late
πως
Somehow, in any way
ου διά πολλου
Not much later, soon
τό Ασκληπιειον
Sanctuary of Asclepius
I lift, I get up
αίρω, αρω, ηρα, ηρκα, ηρμαι, ηρθην
Ι am distant, (+gen.) I am distant from, (middle + gen.) I abstain from
απέχω, αφέξω, απέσχον
I arrive, (+ εις + acc.) I arrive at
αφικνέομαι, αφίξομαι, αφικόμην, αφιγμαι
I get to know, learn
γιγνώσκω, γνώσομαι, έγνων, έγνωκα, έγνωσμαι, εγνώσθην
I tie, bind
δέω, δήσω, έδησα, δέδεκα, δέδεμαι, εδέθην
(+ dat.) I follow
‘έπομαι, ‘έψομαι, ‘εσπόμην
I sit
κάθημαι
I know
οιδα
I sail
πλέω, πλεύσομαι, έπλευσα, πέπλευκα
I hit, I hit upon, I get, (+participle) I happen to be doing X
τυγχάνω, τεύξομαι, έτυχον, τετύχηκα
I indeed
έγωγε
With
σύν + dat
Perhaps
ίσως
To where? Whither?
ποι
Formerly, before, earlier, first
πρότερον
(Whether….) or
πότερον……ή
God willing, with luck
σύν θεοις
I heal
ακέομαι, ακουμαι, ηκεσάμην
I entrust X to Y
επιρέπω, επιτρέψω, επέτρεψα, επιτέτροφα, επιτέτραμμαι, επετράπην
I am confident
θαρρέω
Cheer up! Don’t be afraid!
θάρρει
I think, I am minded
φρονέω
It is necessary, ought, must
χρή
It is necessary that you must prepare yourself, you ought to/must prepare yourself
χρή σε παρασκευάζεσθαι
Suppliant
ό ‘ικέτης, του ‘ικέτου
Law, custom
ό νόμος, του νόμου
Sacred precinct
τό τέμενος, του τεμένους
Servant, attendant
ό ‘υπηρέτης, του ‘υπηρέτου
Soul
ή ψυχή, της ψυχης
Holy, sacred
‘ιερός, ‘ιερά, ‘ιερόν
Clean, pure
καθαρός, καθαρά, καθαρόν
Holy, pious
‘όσιος, ‘όσια, ‘όσιον
Down, each, every, by, on, according to
κατά + acc.
Late, too late
οψέ
Somehow, in any way
πως
Not much later, soon
ου διά πολλου
Sanctuary of Asclepius
τό Ασκληπιειον