Chapter 16 Flashcards
επίσταμαι, ηπιστάμην, επιστήσομαι
I understand, I know
δύναμαι, εδυνάμην, δυνήσομαι
I am able, I can
καταλαμβάνω, καταλήψομαι, κατέλαβον
I overtake, catch
κειμαι, κείσομαι
I lie
κατάκειμαι
I lie down
στρατεύω, στρατεύσω, εστράτευσα
I wage war, I campaign
συναγείρω, συναγερω, συνήγειρα
I gather X, I gather together (middle)
τελευτάω, τέευτήσω, ετελεύτησα
I end, I die
ό ένοικος, του ενοίκου
Inhabitant
ό σύμμαχος, του συμμάχου
Ally
ή συμφορά, της συμφορας
Misfortune, disaster
διακόσιοι, διακόσιαι, διακόσια
Two hundred
‘εκατόν
A hundred
πόσος, πόση, πόσον
How much, how many (pl.)?
‘υπό
(+ gen.) by, (+gen., dat., acc.) under
ουδαμου
Nowhere
πολλαχόσε
To many parts
‘ύστερον
Later
καί δή καί
And in particular, and what is more
που γης
Where (in the world)?
λυπέω, λυπήσω, ελύπησα
I grieve, I vex, I cause pain to X or I am grieved, I am distressed
πολιορκέω, πολιορκήσω, επολιόρκησα
I besiege
ό βίος, του βίου
Life
ή ειρήνη, της ειρήνης
Peace
τό έτος, του έτους
Year
ό θάνατος, του θανάτου
Death
ό θυμός, του θυμου
Spirit
ό ποταμός, του ποταμου
River
ή σπονδή, της σπονδης
Libation
αί σπονδαί, των σπονδων
Pl. peace treaty
άξιος, άξια, άξιον
Worth, (+gen.) worth of
‘ήκιστά γε
Least of all, not at all
μάλιστά γε
Certainly, indeed
I am able, I can
δύναμαι, εδυνάμην, δυνήσομαι
I understand, I know
επίσταμαι, ηπιστάμην, επιστήσομαι
I overtake, catch
καταλαμβάνω, καταλήψομαι, κατέλαβον
I lie
κειμαι, κείσομαι
I lie down
κατάκειμαι
I wage war, I campaign
στρατεύω, στρατεύσω, εστράτευσα
I gather X, I gather together (middle)
συναγείρω, συναγερω, συνήγειρα
I end, I die
τελευτάω, τέευτήσω, ετελεύτησα
Inhabitant
ό ένοικος, του ενοίκου
Ally
ό σύμμαχος, του συμμάχου
Misfortune, disaster
ή συμφορά, της συμφορας
Two hundred
διακόσιοι, διακόσιαι, διακόσια
A hundred
‘εκατόν
How much, how many (pl.)?
πόσος, πόση, πόσον
(+ gen.) by, (+gen., dat., acc.) under
‘υπό
Nowhere
ουδαμου
To many parts
πολλαχόσε
Later
‘ύστερον
And in particular, and what is more
καί δή καί
Where (in the world)?
που γης
I grieve, I vex, I cause pain to X or I am grieved, I am distressed
λυπέω, λυπήσω, ελύπησα
I besiege
πολιορκέω, πολιορκήσω, επολιόρκησα
Life
ό βίος, του βίου
Peace
ή ειρήνη, της ειρήνης
Year
τό έτος, του έτους
Death
ό θάνατος, του θανάτου
Spirit
ό θυμός, του θυμου
River
ό ποταμός, του ποταμου
Libation
ή σπονδή, της σπονδης
Pl. peace treaty
αί σπονδαί, των σπονδων
Worth, (+gen.) worth of
άξιος, άξια, άξιον
Least of all, not at all
‘ήκιστά γε
Certainly, indeed
μάλιστά γε