Chapter 13 Flashcards
ήσυχάζω, ήσυχάσω, ήσύχασα
I keep quiet, I rest
ερέσσω, ήρεσα
I row
ό άνεμος, του ανέμου
Wind
τα ίστία, των ίστίων
Sails
αλλήλων
One another
βέβαιος, βέβαια, βέβαιον
Firm, steady
λαμπρός, λαμπρά, λαμπρόν
Bright, brilliant
ταχύς, ταχεια, ταχύ
Quick, swift
αμύνω, αμυνω, ήμυνα
I ward off X from Y, I ward off X, I defend myself against X
οργίζομαι, οργιουμαι
I grow angry, I am angry, I grow/am angry at
ή αρχή, της αρχης
Beginning
ό βάρβαρος, του βαρβάρου
Barbarian
ή ελευθερία, της ελευθερίας
Freedom
το κυμα, του κύματος
Wave
ή μάχη, της μάχης
Fight, battle
το ναυτικόν, του ναυτικου
Fleet
τα στενά, των στενων
Narrows, straits, mountain pass
ή τριήρης, της τριήρους
Trireme
μηδείς, μηδεμία, μηδέν
No one, nothing, no. Used instead of ουδείς
ός, ή, ό
Who, whose, whom, which, that
όσπερ, ήπερ, όπερ
Who, whose whole, which, that (emphatic)
αληθής, αληθές
True
τα αληθη, των αληθων
The truth
εκεινος, εκείνη, εκεινο
That, (plur.) those
ψευδής, ψευδές
False
εγγύς + gen.
Near
τα ψευδη, των ψευδων
Lies
‘άμα
Together, at the same time
‘ότε
When
ώς
As
ώς δοκει
As it seems
τω όντι
In truth
I row
ερέσσω, ήρεσα
I keep quiet, I rest
ήσυχάζω, ήσυχάσω, ήσύχασα
Wind
ό άνεμος, του ανέμου
Sails
τα ίστία, των ίστίων
One another
αλλήλων
Firm, steady
βέβαιος, βέβαια, βέβαιον
Bright, brilliant
λαμπρός, λαμπρά, λαμπρόν
Quick, swift
ταχύς, ταχεια, ταχύ
I ward off X from Y, I ward off X, I defend myself against X
αμύνω, αμυνω, ήμυνα
I grow angry, I am angry, I grow/am angry at
οργίζομαι, οργιουμαι
Beginning
ή αρχή, της αρχης
Barbarian
ό βάρβαρος, του βαρβάρου
Freedom
ή ελευθερία, της ελευθερίας
Wave
το κυμα, του κύματος
Fight, battle
ή μάχη, της μάχης
Fleet
το ναυτικόν, του ναυτικου
Narrows, straits, mountain pass
τα στενά, των στενων
Trireme
ή τριήρης, της τριήρους
No one, nothing, no. Used instead of ουδείς
μηδείς, μηδεμία, μηδέν
Who, whose, whom, which, that
ός, ή, ό
Who, whose whole, which, that (emphatic)
όσπερ, ήπερ, όπερ
True
αληθής, αληθές
The truth
τα αληθη, των αληθων
That, (plur.) those
εκεινος, εκείνη, εκεινο
False
ψευδής, ψευδές
Near
εγγύς + gen.
Lies
τα ψευδη, των ψευδων
Together, at the same time
‘άμα
When
‘ότε
As
ώς
As it seems
ώς δοκει
In truth
τω όντι